Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγνότητα
1 εγγραφή
στεγνότητα η [steγnótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι στεγνός.

[λόγ. < αρχ. στεγνότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες