Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταθερότητα η [staθerótita] Ο28 : η ιδιότητα του σταθερού: ~ των τιμών. H ~ της κατασκευής εξαρτάται από την ποιότητα των υλικών. Πολιτική ~. Στη ~ του χαρακτήρα του οφείλεται
[λόγ. < ελνστ. σταθερότης, αιτ. -ητα `στέρεη κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. stabilité]