Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στέλνω [stélno] -ομαι Ρ αόρ. έστειλα, απαρέμφ. στείλει, παθ. αόρ. στάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εστάλη, εστάλησαν, απαρέμφ. σταλεί και σταλθεί, μππ. σταλμένος : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ.: α. να μεταφερθεί, να παρα δοθεί σε ορισμένο μέρος μέσο ενός προσώπου ή μιας αρμόδιας υπηρεσίας: ~ ένα γράμμα / μια επιταγή / ένα τηλεγράφημα σε κπ. Tα εμπορεύ ματα να σταλούν σιδηροδρομικώς. || Tους έστειλε χαιρετίσματα με το γιο τους. β. να κατευθυνθεί από ένα μέρος σε άλλο χωρίς την παρεμβολή κάποιου: Mε ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Ο ήλιος στέλνει στη γη φως και θερμότητα. || ~ σε κπ. χαμόγελα / φιλιά, απευθύνω από απόσταση. 2. ενεργώ έτσι ώστε κάποιος: α1. να πάει ή να βρεθεί σε ορισμένο μέρος: ~ τα παιδιά μου στο σχολείο / στην κατασκήνωση. Στείλε μου ένα μάστορα στο σπίτι. || Mε μια γροθιά τον έστειλε στον απέναντι τοί χο. α2. να συναντήσει κπ. άλλο: Ο παθολόγος τον έστειλε σε καρδιολό γο. β. να βρεθεί σε ορισμένη κατάσταση, ύστερα από κατάλληλες ενέργειές μου: Ο λαός με την ψήφο του μπορεί να στείλει το κόμμα που κυβερνά στην αντιπολίτευση. ~ κπ. στο εκτελεστικό απόσπασμα / στην κρεμάλα / στην καρμανιόλα
, για εκτέλεση. ~ κπ. στο διάολο / στον αγύριστο / από εκεί που ήρθε, τον διώχνω βίαια. ~ κπ. στον άλλο κόσμο / στα θυμαράκια, τον πεθαίνω. ΦΡ (~ κπ.) από τον Άννα στον Kαϊάφα, ταλαιπω ρώ κπ. στέλνοντάς τον από τον ένα στον άλλο για διεκπεραίωση προσωπικής του υπόθεσης. γ. πεθαίνω κπ.: Εσύ είσαι ικανή να με στείλεις με αυ τά που κάνεις. δ. (λαϊκ.) δ1. αφήνω κπ. κατάπληκτο, εμβρόντητο: M΄ αυτό που μου είπες, μ΄ έστειλες, δικέ μου! δ2. για να δηλώσουμε την εκστατική, την ονειρώδη κτλ. κατάσταση στην οποία μας οδηγεί κτ.: Άκουσα ένα καινούριο κομμάτι που μ΄ έστειλε. Tο πέμπτο ουίσκι μ΄ έστειλε κανονικά.
[μσν. στέλνω < αρχ. στέλ(λω) μεταπλ. -νω (σύγκρ. φέρω > φέρνω)]