Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στάζω [stázo] -ομαι στη σημ. 3α Ρ2.2 : 1α. για υγρό, ρευστό το οποίο χύνεται, πέφτει αργά, σταγόνα σταγόνα: Στάζει το κρασί από το βαρέλι. Πρόσεξε, γιατί λιώνει το κερί και στάζει. || Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. β. για δοχείο, του οποίου το υγρό που περιέχει χύνεται κατά σταγόνες: Tρύπησε το βαρέλι και στάζει. || Δεν έσφιξες καλά τη βρύση και στάζει. Στάζει η στέγη. Στάζουν τα κεραμίδια, αφήνουν να περάσει το νερό της βροχής. 2. ως έκφραση υπερβολής, για να δηλώσει μεγάλη ποσό τητα ενός υγρού το οποίο έχει διαποτίσει ή έχει καλύψει κτ.: Οι τοίχοι έσταζαν από την υγρασία. ~ ολόκληρος, είμαι μούσκεμα από νερό, ιδρώτα κτλ. ΦΡ στάζει η γλώσσα* του φαρμάκι / μέλι. || Στάζει η μύτη μου, είμαι πολύ συναχωμένος. || (μτφ.): Στάζουν τα χέρια του αίμα. 3. (προφ., για προσ.) α. ρίχνω μικρή ποσότητα υγρού: Στάξε λίγο λεμόνι στη σαλάτα. Θα στάξω λίγο λάδι στην κλειδαριά για να μην τρίζει. || (συνήθ. παθ.) λερώνομαι από κτ. που στάζω επάνω μου: Στάχτηκα με κόκκινο κρασί. Tι έσταξες πάλι επάνω σου και έκανες χάλια την καινούρια σου μπλούζα; β. (λαϊκ.) πληρώνω κτ.: Πόσα έσταξες; Tα ΄σταξα κανονικά. Στάξε! ΦΡ έχω κπ. μη βρέξει* και μη στάξει. ΠAΡ ΦΡ σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου*.
[αρχ. στάζω]