Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουδή
2 εγγραφές [1 - 2]
σπουδή 1 η [spuδí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : I1. η συστηματική, μεθοδική μελέτη και ενασχόληση με ένα θέμα: H ~ της μουσικής των πρωτόγονων λαών. H ~ των έργων του παρελθόντος. 2. η συστηματική και μεθοδική μελέτη μιας επιστήμης, στα πλαίσια συνήθ. της ανώτερης ή ανώτατης εκπαιδευτικής βαθμίδας: Θεωρητικές / θετικές σπουδές. Aνθρωπιστικές / κλασικές σπουδές. Οι μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα δεν είναι ακόμη καλά οργανωμένες. Δεν τελείωσε ακόμα τις σπουδές του. Εγκατέλειψε / διέκοψε τις σπουδές του. Έκανε λαμπρές σπουδές. || η φοίτηση σε μια ανώτερη ή ανώτατη σχολή: Πιστοποιητικό σπουδών. II1. προσχεδίασμα (σχεδίου ή ζωγραφικού έργου), που αποτελεί ένα είδος άσκησης ή έρευνας επάνω σε ένα θέμα: Οι σπουδές του Ραφαήλ. 2. μουσική σύνθεση που έχει συντεθεί συνήθ. για διδακτικούς σκοπούς: Οι σπουδές του Σοπέν.

[λόγ. < αρχ. σπουδή `βιασύνη, αντικείμενο προσοχής, σοβαρή απασχόληση΄ σημδ. γαλλ. étude & λατ. studium]

σπουδή 2 η : (λόγ., λαϊκότρ.) η βιασύνη: Ενήργησε με μεγάλη ~. Γιατί τόση ~;

[αρχ. σπουδή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες