Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπειροχαίτη η [spiroxéti] Ο30 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων μικροοργανισμών με σπειροειδή ή κυματοειδή μορφή: Ωχρά ~, της σύφιλης.
[λόγ. < γαλλ. spirochète < αρχ. σπεῖρ(α) -ο- + χαίτη]