Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπειροχαίτη
1 εγγραφή
σπειροχαίτη η [spiroxéti] Ο30 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων μικροοργανισμών με σπειροειδή ή κυματοειδή μορφή: Ωχρά ~, της σύφιλης.

[λόγ. < γαλλ. spirochète < αρχ. σπεῖρ(α) -ο- + χαίτη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες