Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
150 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σούρουπο το [súrupo] Ο41 : ο χρόνος της ημέρας αμέσως ύστερα από τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να νυχτώνει· μούχρωμα, σύθαμπο, σουρούπωμα, λυκόφως: Bάδιζαν γρήγορα, να φτάσουν πριν από το ~. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το ~ ακολουθήσει.
[συ(ν)- ρύπ(ος) -ο `η ώρα που “ρυπαίνεται” η μέρα΄ (σύγκρ. σύθαμπο) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]
- σουρούπωμα το [surúpoma] Ο49 : το τέλος της ημέρας και η αρχή της νύχτας· σούρουπο: Tο ~ της ημέρας.
[σουρουπώ(νει) -μα]
- σουρουπώνει [surupóni] Ρ1α : αρχίζει να νυχτώνει, να σκοτεινιάζει· αρχίζει να πέφτει η νύχτα: Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
[σούρουπ(ο) -ώνει]
- σουρπρίζ το [surpríz] Ο (άκλ.) : (προφ.) έκπληξη.
[λόγ. < γαλλ. surprise (ορθογρ. δαν.)]
- σούρσιμο το [súrsimo] Ο50 : (προφ., λαϊκότρ.) σύρσιμο.
[< σύρσιμο κατά το σούρνω]
- σούρτα φέρτα τα [súrta férta] Ο (άκλ.) : οι συχνές, καθημερινές επισκέψεις, κοινωνικές σχέσεις· (πρβ. πηγαινέλα): Nα κόψεις τα πολλά ~ με τις γειτόνισσες και να κοιτάξεις τον άντρα σου και τα παιδιά σου. Mε τα ~ δουλειά δε γίνεται, με τις συχνές και άσκοπες επισκέψεις.
[προστ. σούρ(ε) τα + φέρ(ε) τα]
- σούρτης ο [súrtis] Ο10 : (λαϊκότρ.) σύρτης.
[< σύρτης με τροπή [i ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] ]
- σουρτούκεμα το [surtúkema] Ο49 : η ενέργεια του σουρτουκεύω, άσκοπη περιπλάνηση.
[σουρτουκεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- σουρτουκεύω [surtukévo] Ρ5.2α : περιφέρομαι στους δρόμους, εδώ κι εκεί ή οπουδήποτε, άσκοπα: Πού σουρτούκευες πάλι χτες τη νύχτα;
[σουρτούκ(ης) -εύω]
- σουρτούκης ο [surtúkis] Ο11 θηλ. σουρτούκα [surtúka] Ο25α & σουρτούκω [surtúko] Ο37α : (προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που γενι κά αποφεύγει την οικογενειακή ζωή και τις υποχρεώσεις της και συνηθί ζει να γυρίζει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας και αλητεύοντας: Tον ξεμυάλι σε μια σουρτούκα. Mωρή σουρτούκω, πού γύριζες όλη μέρα και δε μαγεί ρεψες;
[σουρτούκ(α) -ης· τουρκ. sürtük `γυρίστρα, ανήθικη γυναίκα΄ -α, -ω]