Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκύλος 1 ο [skílos] Ο18 θηλ. σκύλα [skíla] Ο25α : 1. σαρκοφάγο τετράποδο, εξημερωμένο και κατοικίδιο, το σκυλί: Άγριοι σκύλοι. Προσοχή! ο ~ δαγκώνει! Ο ~ γαβγίζει. ΦΡ δε γνωρίζει ο ~ τον αφέντη* του. σαν το σκύλο με τη γάτα*. γίνομαι ~, σκυλιάζω, πεισμώνω ή θυμώνω πολύ. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο και από πίσω* το σκύλο. ΠAΡ Mπάτε / μπέστε σκύλοι αλέστε* (κι αλεστικά μη δώστε). (Θέλει) και την πίτα* ολόκληρη / σωστή / αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο. Tο ΄παμε του σκύλου μας κι εκείνος της ουράς* του. (γνωμ.) άσπροι σκύλοι, μαύροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια γενιά, ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά, όταν γενικεύουμε μια αρνητική κρίση ξεκινώντας από μεμονωμένες περιπτώσεις. 2. (μτφ.) άνθρωπος άσπλαχνος.
σκυλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σκυλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σκύλαρος ο MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [ελνστ. ή μσν. σκύλος < αρχ. θ. σκυλ- (πρβ. σκύλαξ, σκυλάκιον `κουτάβι΄) -ος· σκύλ(ος) -α· σκύλ(α) -ίτσα· σκυλ(ί) -αρος]
- σκύλος 2 ο : το σκυλόψαρο.
[< σκύλος 1 επειδή ξεσκίζει με τα δόντια του]