Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκυρόδεμα το [skiróδema] Ο49 : οικοδομικό υλικό από σκύρα, άμμο, τσιμέντο και νερό· το μπετόν: Επιχείρηση σκυροδέματος. Οπλισμένο ή σιδηροπαγές ~, το μπετόν αρμέ.
[λόγ. σκύρ(ον) -ο- + δέμα]