Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκουπίζω [skupízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. απομακρύνω με τη σκούπα από το έδαφος ή το πάτωμα σκόνες, σκουπίδια κτλ.: ~ το σπίτι / την αυλή / το πεζο δρόμιο. Σκούπισες το δωμάτιό σου; Mη σκουπίζεις τη νύχτα. Σκούπισα τα ξερά φύλλα. ~ το χαλί. || Mε τη φούστα της σκούπισε όλο το πάτωμα, όταν κτ. σέρνεται κάτω. 2α. καθαρίζω μια επιφάνεια τρίβοντάς την: ~ το τραπέζι. Σκούπισε τα πόδια σου στο χαλάκι! β. στεγνώνω με πετσέτα ή με πανί κτ. βρεγμένο: Πλένω και ~ τα πιάτα. Nα σκουπίσεις καλά το νιπτή ρα. Σκούπισα τα χέρια μου στην ποδιά μου. ~ τη μύτη μου / τα δάκρυά μου. ~ το μέτωπό μου από τον ιδρώτα. || (παθ.) στεγνώνω τα χέρια μου, το πρόσωπό μου, το σώμα μου: Πλύθηκα και σκουπίστηκα.
[σκού π(α) -ίζω]