Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκαρίφημα το [skarífima] Ο49 : 1. το αρχικό πρόχειρο και γρήγορο σχεδίασμα με το οποίο ένας καλλιτέχνης αποδίδει ένα συγκεκριμένο θέμα, για να το δουλέψει αργότερα· (πρβ. σκίτσο). 2. η πρώτη ιδέα ενός λογοτεχνικού έργου, η πρόχειρη καταγραφή των κυριότερων στοιχείων του· σχεδίασμα2β: Tο ~ ενός ποιήματος / ενός μυθιστορήματος.
[λόγ. < ελνστ. σκαρίφημα]