Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σηματωρός
1 εγγραφή
σηματωρός ο [simatorós] Ο17 : (ναυτ.) υπαξιωματικός ή ναύτης του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένος με τη λήψη και την εκπομπή των σημάτων.

[λόγ. σηματ(ο)- + αρχ. -ωρός (< αρχ. ὥρα `φροντίδα΄) κατά τα θυρωρός, πυλωρός απόδ. γαλλ. homme des signaux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες