Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σηματωρός ο [simatorós] Ο17 : (ναυτ.) υπαξιωματικός ή ναύτης του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένος με τη λήψη και την εκπομπή των σημάτων.
[λόγ. σηματ(ο)- + αρχ. -ωρός (< αρχ. ὥρα `φροντίδα΄) κατά τα θυρωρός, πυλωρός απόδ. γαλλ. homme des signaux]