Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σε
185 εγγραφές [111 - 120]
σέντερ φορ ο [sénder fór] & σέντερ φορ το [sénder fór] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ο κεντρικός από τους επιθετικούς παίκτες, στο παλαιότερο σύστημα διάταξης των παικτών στο ποδόσφαιρο.

[αγγλ. centre-forward]

σέντερ χαφ ο [sénder xáf] & σέντερ χαφ το [sénder xáf] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ο κεντρικός από τους μεσαίους παίκτες, στο παλαιότερο σύστημα διάταξης των παικτών στο ποδόσφαιρο.

[αγγλ. centre-half, centre half-back]

σεντεφένιος -α -ο [sendefénos] & σιντεφένιος -α -ο [sindefénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από σεντέφι: Σεντεφένια κουμπιά.

[σεντέφ(ι), σιντέφ(ι) -ένιος]

σεντέφι το [sendéfi] & σιντέφι το [sindéfi] Ο44 : ουσία σκληρή, στιλπνή και ιριδίζουσα που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του οστράκου πολλών μαλακίων και που χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών μικροαντικειμένων· μάργαρο.

[τουρκ. sedef -ι· τροπή [se > si] ]

σεντόνι το [sendóni] Ο44 : 1. βαμβακερό ή λινό λεπτό ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, με το οποίο καλύπτεται το στρώμα του κρεβατιού (κατωσέντονο) ή χρησιμοποιείται ως σκέπασμα κατά τον ύπνο (πανωσέντονο): Ένα ζευγάρι σεντόνια. Λευκά / χρωματιστά σεντόνια. Mονό / διπλό σεντόνι. Σεντόνια κεντημένα. 2. (μτφ., προφ.) για κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό.

[μσν. σεντόνι < ελνστ. σινδόνιον με τροπή [si > se] (προφ. [nd] ) (στη νέα σημ.) υποκορ. του αρχ. σινδών `λινό ύφασμα΄]

σεντονιάζω [sendonázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ράβω πρόχειρα ένα σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος· καπλαντίζωα.

[ελνστ. σινδονιάζω (προφ. [nd] ) `τυλίγω σε μουσελίνα΄ κατά την εξέλ. της λ. σεντόνι]

σεντονόπανο το [sendonópano] Ο41 : ύφασμα κατάλληλο για σεντόνι.

[σεντόν(ι) -ο- + παν(ί) -ο]

σεντούκι το [sendúki] Ο44 : (λαϊκότρ.) είδος μικρού, συνήθ. ξύλινου, μπαούλου.

[μσν. σεντούκιν < αραβ. sanduk -ιν > ( [a > e] ;)]

σέντρα η [séndra] Ο25α : (ποδ.) α. το κέντρο του γηπέδου. β. μπαλιά που γίνεται από πλάγιο σημείο του γηπέδου προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας και όχι προς συγκεκριμένο παίκτη: Mακρινή ~. Ψιλοκρεμαστή ~.

[αγγλ. (βρετανικό) centr(e) ]

σεντράρισμα το [sendrárizma] Ο49 : η ενέργεια του σεντράρω.

[σεντρά ρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...19   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες