Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμανισμός
1 εγγραφή
σαμανισμός ο [samanizmós] Ο17 : το σύνολο των δοξασιών που αφορούν την πίστη στις ικανότητες των σαμάνων να επικοινωνούν με τα πνεύματα.

[λόγ. < γαλλ. chamanisme < chaman = σαμάν(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες