Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σήμερα [símera] επίρρ. χρον. : 1. αυτή την ημέρα, σε αντιδιαστολή προς το αύριο και το χθες: ~ δε θα πάω στη δουλειά. Δεν αισθάνομαι καλά ~. Πώς είσαι ~; ~ έχω τα γενέθλιά μου. Ως ~ δεν ήξερα τίποτα. Σαν ~ πριν είκοσι χρόνια. || (έκφρ.) για ~ τέλος! / αρκετά για ~, σταματώ, δεν εργάζομαι ή δε συνεχίζω άλλο. (σαν) ~ οχτώ / δεκαπέντε, ύστερα ή πριν από μία / δύο εβδομάδες. από ~ οχτώ, για χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας. ~ αύριο, για να δηλώσουμε ότι κτ. πρόκειται να γίνει πολύ σύντο μα, από στιγμή σε στιγμή: Kάνε υπομονή· ~ αύριο τελειώνουμε. ~ έχει, αύριο δεν έχει, πρόσκληση σε κπ. να προλάβει να επωφεληθεί από μια ευκαιρία. ΠAΡ έκφρ. ~ είμαστε, αύριο δεν είμαστε / ~ ζούμε, αύριο πεθαίνουμε, για να δηλώσουμε ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη και ότι όλα είναι μάταια. 2. η παρούσα χρονική περίοδος, η τρέχουσα εποχή: Tο βιοτι κό επίπεδο των ανθρώπων ~ είναι αρκετά ικανοποιητικό. ~ έχουν αλλά ξει οι συνθήκες. || (ως ουσ.) το σήμερα: Οι νέοι του ~. Nα κοιτάς το ~· για αύριο έχει ο Θεός. (έκφρ.) με το ~ (και) με το αύριο, για συνεχείς αναβο λές: Mε το ~ με το αύριο πέρασε ο καιρός.
[αρχ. σήμερ(ον) -α κατά το τώρα]