Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρώγα η [róγa] Ο25 : 1.οι μικροί σφαιρικοί καρποί που αποτελούν το τσαμπί του σταφυλιού· ράγα
21: Σε μια ~ από σταφύλι έπεσαν οκτώ σπουργίτια. ΠAΡ ΦΡ μάζευε κι ας είν΄ και ρώγες, και τα μικρά και ευτελή πράγματα ενδεχομένως να φανούν χρήσιμα στο μέλλον. 2. η θηλή του μαστού· ράγα 22. 3. το εσωτερικό μέρος της άκρης των δαχτύλων. [αρχ. ῥώξ, αιτ. ῥῶγα (στη σημ. 1)]