Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρόγα η [róγa] Ο25 : (λαϊκότρ.) η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο.
[μσν. ρόγα `ελεημοσύνη, απλοχεριά΄ < ρογ(εύω) `διανέμω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) `πληρώνω΄ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]