Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρύμη η [rími] Ο30 : (λόγ.) 1. ορμή, δύναμη με την οποία κινείται κτ. (λόγ. έκφρ.) εν τη ~ του λόγου, καθώς μιλά κανείς γρήγορα: Εν τη ~ του λόγου, αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα. Ήταν φυσικό, εν τη ~ του λόγου, να υπερβάλει. 2. στενός δρόμος, σοκάκι.
[λόγ.: 1: αρχ. ῥύμη· 2: ελνστ. σημ.]
- ρυμοτομία η [rimotomía] Ο25 : κλάδος της πολεοδομίας που ασχολείται με τη διαρρύθμιση του χώρου στον οποίο πρόκειται να χτιστεί ένας οικισμός και ειδικότερα η σχεδίαση και η χάραξη δρόμων και πλατειών σε πόλη, οικισμό κτλ.: Kαλή / κακή ~. H ~ μιας πόλης / μιας συνοικίας.
[λόγ. < ελνστ. ῥυμοτομία]
- ρυμοτομικός -ή -ό [rimotomikós] Ε1 : που αφορά τη ρυμοτομία: Ρυμοτομική μελέτη. Ρυμοτομικό σχέδιο.
[λόγ. ρυμοτομ(ία) -ικός]
- ρυμοτομώ [rimotomó] -ούμαι Ρ10.9 : σχεδιάζω, χαράζω τους δρόμους και τις πλατείες μιας πόλης ή ενός οικισμού: Ρυμοτομημένη περιοχή.
[λόγ. < ελνστ. ῥυμοτομῶ]
- ρυμούλκα η [rimúlka] & ρεμούλκα η [remúlka] Ο25α : βαρύ φορτηγό όχημα που ρυμουλκείται από άλλο.
[ρυμουλκ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)· [i > e] από επίδρ. του [r] ]
- ρυμούλκηση η [rimúlkisi] Ο33 : η πράξη του ρυμουλκώ.
[λόγ. ρυμουλκη- (ρυμουλκώ) -σις > -ση]
- ρυμουλκό το [rimulkó] Ο38 : όχημα ή πλοίο (ειδικής κατασκευής) που χρησιμοποιείται για να ρυμουλκεί, να σύρει άλλο: ~ του λιμεναρχείου απομάκρυνε το φλεγόμενο πλοίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ρυμουλκός < ρυμουλκ(ώ) -ός (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. remorqeur]
- ρυμουλκώ [rimulkó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(για όχημα ή πλοίο) τραβώ, σέρνω (ενώ κινούμαι) άλλο όχημα ή πλοίο δεμένο πίσω μου· (πρβ. έλκω): Παραπλέοντα σκάφη ρυμούλκησαν τη θαλαμηγό ως το πλησιέστερο λιμάνι. || Xάλασε το αυτοκίνητό μου και με ρυμούλκησε ως την πόλη ένα περαστικό φορτηγό. 2. (μτφ., για πρόσ.) παρασέρνω.
[λόγ. < ελνστ. ῥυμουλκῶ]