Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρομαντισμός ο [romandizmós] Ο17 : 1.λογοτεχνική και καλλιτεχνική κίνηση (κατά το 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου) που έδινε υπερβολική σημασία στη φαντασία και στο συναίσθημα: Γαλλικός / γερμανικός / αγγλικός ~. H αντίθεση του ρομαντισμού προς τον κλασικισμό. 2. η τάση, η διάθεση του ρομαντικού2: Ο ~ των νέων ανθρώπων.
[λόγ. < γαλλ. romantisme (-isme = -ισμός)]