Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
174 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεοστάτης ο [reostátis] & ροοστάτης ο [roostátis] Ο10 : (ηλεκτρολ.) μετα βλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την τάση του.
[λόγ. < αγγλ. rheostat < αρχ. ῥέ(ω) -ο- + -stat = -στάτης· λόγ. ρο(ή) -ο- + -στάτης μτφρδ. αγγλ. rheostat]
- ρο το [ró] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου έβδομου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ρ, ρ): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < αρχ. ῥῶ < σημιτ. rōš· (δες και Ρ)]
- ροβίθι το [rovíθi] Ο44 : (προφ., λαϊκότρ.) ρεβίθι.
[μσν. ροβίθι < ρεβίθι ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] )]
- ροβιθιά η [roviθxá] Ο24 : (προφ., λαϊκότρ.) ρεβιθιά.
[ροβίθ(ι) -ιά]
- ροβολώ [rovoló] Ρ10.1α : α.(λαϊκότρ., για έμψ.) κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω: Ροβόλησε κατά τον κάμπο. Tον είδαν να ΄ρχεται ροβολώντας το μονοπάτι. β. (λογοτ., μτφ.): Tα σπιτάκια ροβόλαγαν ως κάτω στ΄ ακρογιάλι.
[ίσως λατ. revolare `επιστρέφω γρήγορα΄ (πρβ. μσν. ροβελεύω, ίδ. ετυμ.) > *ροβολ(εύω) (υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ) και μεταπλ. -ώ]
- ρόγα η [róγa] Ο25 : (λαϊκότρ.) η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο.
[μσν. ρόγα `ελεημοσύνη, απλοχεριά΄ < ρογ(εύω) `διανέμω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) `πληρώνω΄ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ρόγχος ο [róŋxos] Ο18 : θορυβώδης αναπνοή εξαιτίας έντονης αναπνευστικής δυσχέρειας: Επιθανάτιος ~, ο χαρακτηριστικός ρόγχος των ψυχορραγούντων.
[λόγ. < μσν. ρόγχος `βαθιά ανάσα΄ < ελνστ. ῥογχός `λαχάνιασμα΄ υποχωρ. (πρβ. λαϊκό ρόχος με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] )]
- ρόδα η [róδa] Ο25 : 1.κυκλική κατασκευή που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα προσαρμοσμένο στη βάση ενός οχήματος· τροχός: Οι ρόδες του αυτοκινήτου / του φορτηγού / του ποδηλάτου / του κάρου. || (λαϊκ.) για αυτοκίνητο, συνήθ. ιδιωτικό: Διαθέτουμε και ~, βλέπω! 2. για ό,τι έχει σχήμα ρόδας και περιστρέφεται πάνω σε άξονα. ΦΡ ~ είναι και γυρίζει, για να δηλώσουμε το ευμετάβλητο της τύχης.
ροδίτσα η YΠΟKΟΡ. ροδούλα η YΠΟKΟΡ. ροδάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. roda· ρόδ(α) -ίτσα, -ούλα]
- ρόδακας ο [róδakas] Ο5 : (αρχιτ.) κόσμημα που παριστάνει σχηματοποιημένο ρόδο (τριαντάφυλλο) με ανοιχτά ακτινωτά φύλλα.
[λόγ. ρόδ(ον) -αξ > -ακας σφαλερή δημιουργία μτφρδ. γαλλ. rosace]
- ροδακινιά η [roδaki
á] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο που καλλιεργείται για τους νόστιμους χυμώδεις και μυρωδάτους καρπούς του: Άγρια / ήμερη ~. [μσν. ροδακινιά < ροδακινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ροδάκιν(ον) -έα > -ιά]