Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριψοκινδυνεύω
1 εγγραφή
ριψοκινδυνεύω [ripsokinδinévo] Ρ5.1α : α.εκθέτω κτ. σε πιθανό κίνδυνο: ~ τη ζωή μου / τα χρήματά μου. β. τολμώ και εκθέτω τον εαυτό μου σε πιθανό κίνδυνο: Ριψοκινδυνεύουν στη θάλασσα.

[λόγ. < αρχ. ῥιψοκινδυν(ῶ) μεταπλ. -εύω κατά το ελνστ. ουσ. ῥιψοκινδυνευσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες