Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
153 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρέμα το [réma] Ο48 : μικρός χείμαρρος με ανώμαλη κοίτη και ορμητική ροή· (πρβ. ρεματιά): Tα ρέματα που υπάρχουν ακόμα στις φτωχογειτονιές αποτελούν σοβαρές εστίες μολύνσεως. ΦΡ μπρος γκρεμός* / βαθύ* και πίσω ~.
[μσν. ρέμα < αρχ. ῥεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- ρεμάλι το [remáli] Ο44α : για άνθρωπο που δεν έχει καμιά αξία, άθλιο, αχρείο, ελεεινό, τιποτένιο κτλ: Ένα ~ είναι, που παράτησε οικογένεια και δουλειά και χαρτοπαίζει όλη μέρα. Tα ρεμάλια της ζωής / της κοινωνίας, οι απόβλητοι και ανάξιοι.
[τουρκ. remmal (από τα αραβ.) `μάντης από σχήματα στην άμμο΄ -ι]
- ρεματιά η [rematxá] Ο24 : στενό, μακρύ και βαθύ άνοιγμα σε ορεινό έδαφος, με ή χωρίς βλάστηση, μέσα στο οποίο κυλούν τα νερά χειμάρρου· (πρβ. ρέμα, φαράγγι): Tο μονοπάτι οδηγούσε σε μια σκοτεινή ~.
[ρεματ- (ρέμα) -ιά]
- ρεμβάζω [remvázo] Ρ2.1α : αφήνω τη σκέψη μου να πλανιέται άσκοπα και αόριστα στο χώρο του φανταστικού και του ονειρικού, συνήθ. αντικρίζοντας ένα ωραίο φυσικό τοπίο· (πρβ. ονειροπολώ): Kάθε απόγευμα την έβλεπα να κάθεται ώρες μπροστά στο παράθυρό της, αντίκρυ στο πέλαγος, και να ρεμβάζει.
[λόγ. < ελνστ. ῥεμβάζω `γυρίζω γύρω γύρω΄ (μσν. ρεμβάζομαι `είμαι ασταθής΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. ρέμβη]
- ρεμβασμός ο [remvazmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ευχάριστη και άσκοπη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, η ονειροπόληση, συνήθ. κατά τη θέαση ενός ωραίου τοπίου· ρέμβη: Bυθίζομαι / παραδίνομαι σε μακάριους ρεμβασμούς.
[λόγ. < ελνστ. ῥεμβασμός `ανήσυχη στροφή του μυαλού΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ρέμβη]
- ρέμβη η [rémvi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η κατάσταση εκείνου που ρεμβάζει· ρεμβασμός: Ώρες ρέμβης. Mελαγχολική / στοχαστική ~.
[λόγ. < αρχ. ῥέμβη `περιπλάνηση του μυαλού΄ σημδ. γαλλ. rêverie]
- ρεμιζάρω [remizáro] Ρ6α : (λαϊκ.) α. δένω πλοίο σε λιμάνι. β. σταθμεύω σε γκαράζ· παρκάρω.
[γαλλ. remis(er) -άρω]
- ρεμούλα η [remúla] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) μικρή ή μεγάλη απάτη κατά τη διαχείριση μιας οικονομικής ή άλλης υπόθεσης: Mε τη ~ και την κλεψιά έγινε μεγάλος και τρανός.
[ιταλ.(;)]
- ρεμπελεύω [rebelévo] Ρ5.2α : κάνω ζωή τεμπέλικη και ακατάστατη και χωρίς προκοπή· ρεμπελιάζω· (πρβ. τεμπελιάζω): Έμεινε χωρίς δουλειά και ρεμπελεύει.
[μσν. ρεμπελεύω < ρεμπέλ(ος) -εύω < βεν. rebelo `επαναστάτης, ρέμπελος΄ (προφ. [rebé-] ) -ς]
- ρεμπελιάζω [rebelázo] Ρ2.1α : κάνω ζωή τεμπέλικη και ακατάστατη και χωρίς προκοπή· ρεμπελεύω· (πρβ. τεμπελιάζω).
[ρέμπελ(ος) -ιάζω]