Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράδιο
67 εγγραφές [61 - 67]
ραδιουργία η [raδiurjía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του ραδιούργου, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δόλιων και ύπουλων τεχνασμάτων· δολοπλοκία, μηχανορραφία, ίντριγκα, πλεκτάνη: Πολιτικές ραδιουργίες. Aποκάλυψαν στο λαό τις ραδιουργίες των πολιτικών. H δημοκρατική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις ραδιουργίες της βασίλισσας.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργία, αρχ. σημ.: `νωθρότητα΄]

ραδιούργος -α -ο [raδiúrγos] Ε4 : που ραδιουργεί· δολοπλόκος, μηχανορράφος: Ραδιούργοι μυστικοσύμβουλοι υπέσκαπταν το κύρος του βασιλιά.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργός, αρχ. σημ.: `αδίσταχτος΄ με μετακ. τόνου κατά το πανούργος]

ραδιουργώ [raδiurγó] Ρ10.9α : σχεδιάζω και ενεργώ με πανουργία για να βλάψω κπ. ή για να εξυπηρετήσω δόλιους σκοπούς και συμφέροντα· δολοπλοκώ, μηχανορραφώ: Οι σύμβουλοι του βασιλιά ραδιουργούσαν σε βάρος του νόμιμου διαδόχου.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργῶ, αρχ. σημ.: `ζω τεμπέλικα΄]

ραδιοφάρος ο [raδiofáros] Ο18 : πομπός που εκπέμπει με ερτζιανά κύματα ένα χαρακτηριστικό σήμα το οποίο βοηθά τα πλοία ή τα αεροπλάνα να προσδιορίσουν την πορεία τους ή τη θέση τους.

[λόγ. ραδιο- 1 + φάρος μτφρδ. αγγλ. radio beacon]

ραδιοφωνία η [raδiofonía] Ο25 : το σύνολο των εργασιών που αφορούν την εκπομπή και τη μεταβίβαση ποικίλων ακροαμάτων (ομιλιών, μουσικής κτλ.) με ερτζιανά κύματα· (πρβ. ραδιόφωνο): Ο ρόλος της ραδιοφωνίας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης / στη διαπαιδαγώγηση των μαζών. Ο έλεγχος του κράτους στη ~. Θέματα / προβλήματα ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. || οργανισμός, υπηρεσία που ετοιμάζει προγράμματα ποι κίλων ακροαμάτων και τα μεταδίδει με ερτζιανά κύματα: Ελληνική Ραδιο φωνία.

[λόγ. < γαλλ. radiophonie < radio- = ραδιο- 1 + -phonie = -φωνία]

ραδιοφωνικός -ή -ό [raδiofonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ραδιοφωνία ή με το ραδιόφωνο ή που μεταδίδεται μέσο ραδιοφώνου: Επίσημος / κρατικός / ιδιωτικός / ερασιτεχνικός ~ σταθμός, ραδιοσταθμός. Ραδιοφωνική εκπομπή / ανακοίνωση / αναμετάδοση μιας συναυλίας. Ραδιοφωνικές ειδήσεις / διαφημίσεις. Ραδιοφωνικό πρόγραμμα. ραδιοφωνικά ΕΠIΡΡ: Ο αγώνας θα καλυφθεί μόνο ~.

[λόγ. < γαλλ. radiophonique < radiophon(ie) = ραδιοφων(ία) -ique = -ικός]

ραδιόφωνο το [raδiófono] Ο40 : 1.συσκευή για τη λήψη ερτζιανών κυμάτων και τη μετατροπή τους σε ήχο· ράδιο 2, δέκτης ραδιοφώνου: Aνοί γω / κλείνω / ακούω το ~. Xαμήλωσε το ~. Xαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου. ~ αυτοκινήτου / ρεύματος. ~ μπαταρίας, τρανζίστορ. H είδηση μεταδόθηκε από το ~. Tο ~ των διπλανών έπαιζε στη διαπασών. 2. δέκτης και πομπός ραδιοφώνου σε πλοίο· ραδιοτηλέφωνο πλοίου. 3. η ραδιοφωνία: Aπεργούν οι εργαζόμενοι στο κρατικό ~. ραδιοφωνάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1: Άκουγε τις ειδήσεις από ένα παλιό ~.

[λόγ. < αγγλ. radiophone < radio- = ραδιο- 1 + -phone = -φωνον]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 6 [7]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες