Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5.181 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάκο το [páko] Ο39 : πακέτο (συνήθ. μεγάλο)· κουτί, κούτα: Kρατούσε ένα βαρύ ~. Aγόρασε δύο πάκα τσιγάρα. || δεσμίδα (πολλών όμοιων πραγμάτων): Δύο πάκα χαρτί. Ένα ~ χαρτονομίσματα.
[ιταλ. pacco (< pacchetto δες στο πακέτο)]
- πακτωλός ο [paktolós] Ο17 : πλούσια και ανεξάντλητη πηγή αγαθών (συνηθέστερα χρημάτων): ~ χρημάτων / παροχών.
[λόγ. < αρχ. Πακτωλός, όν. μικρού χρυσοφόρου ποταμού της Λυδίας]
- πάκτωμα 1 το [páktoma] & πάχτωμα το [páxtoma] Ο49 : η πάκτωση 1.
[πάχτ-: παχτώ(νω) -μα· πάκτ-: λόγ. επίδρ.]
- πάκτωμα 2 το : πάκτωση 2.
[λόγ. πακτω- (δες πακτώνω 2) -μα]
- πακτώνω 2 -ομαι : μισθώνω ή εκμισθώνω αγρό.
[λόγ. < μσν. πακτώνω < ελνστ. πακτ(ῶ) -ώνω < πάκτον < λατ. pactum `συμφωνία, συμβόλαιο εκμίσθωσης΄]
- πακτώνω 1 [paktóno] -ομαι & παχτώνω [paxtóno] -ομαι Ρ1 : μπήγω ή εντοιχίζω κάπου κτ. για να το στερεώσω καλά: Δοκοί πακτωμένοι στους τοίχους.
[παχτ-: αρχ. πακτ(ῶ) `στερεώνω, καλαφατίζω΄ -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · πακτ-: λόγ. επίδρ.]
- πάκτωση 1 η [páktosi] Ο33 : η ειδική εργασία του πακτώνω 1, η στερέωση στοιχείου μιας δομικής κατασκευής με εντοιχισμό του.
[λόγ. < ελνστ. πάκτω(σις) `στερέωση΄ -ση]
- πάκτωση 2 η : μίσθωση αγροτικής γης, με την οποία παρέχεται όχι μόνο η χρήση αλλά και η κάρπωσή της.
[λόγ. < μσν. πάκτωσις < πακτω- (δες πακτώνω 2) -σις > -ση]
- πακτωτής ο [paktotís] Ο7 : μισθωτής αγροτικής γης (ή άλλου προσοδοφόρου κινητού ή ακίνητου πράγματος).
[λόγ. πακτω- (δες πακτώνω 2) -τής (διαφ. το ελνστ. πακτωτής `καραβομαραγκός΄, σύγκρ. πακτώνω 1)]
- παλ [pál] Ε (άκλ.) : για μη έντονες, αχνές ή απαλές αποχρώσεις: ~ χρώματα / αποχρώσεις.
[λόγ. < γαλλ. pâle]