Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόπολο
1 εγγραφή
πόπολο το [pópolo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ο λαός, ο όχλος.

[μσν. πόπολον < ιταλ. popolo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες