Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πόθεν [póθen] επίρρ. ερωτ. : (λόγ.) από πού.
[λόγ. < αρχ. πόθεν]
- πόθεν έσχες το [póθen és
es] Ο (άκλ.) : δηλώνει την υποχρέωση κάποιου να δηλώνει και να δικαιολογεί τις πηγές των εισοδημάτων του: Tο ~ ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες. [λόγ. πόθεν + αρχ. ἔσχες β' εν. αορ. του ρ. ἔχω]