Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πτερύγιο το [pteríjio] Ο40 : 1. όργανο όμοιο με μικρό φτερό που το έχουν διάφορα υδρόβια ζώα, κυρίως τα ψάρια, και το χρησιμοποιούν για να κολυμπούν: Tα πτερύγια του ψαριού / της θαλάσσιας χελώνας. Tο ~ πρόδωσε την παρουσία του καρχαρία. || (ζωολ.): Tα ζυγά πτερύγια. Ραχιαίο / ουραίο ~. 2. (μτφ.) ονομασία εξαρτημάτων ή προεξοχών που μοιά ζουν με πτερύγιο: Tα πτερύγια του ανεμιστήρα / του στροβίλου. Πτερύγια καμπυλότητας του αεροπλάνου. Tα πτερύγια του όλμου / της οβίδας / του πυραύλου. || (ανατ.): Tα πτερύγια της μύτης / του αυτιού.
[λόγ. < αρχ. πτερύγιον υποκορ. του πτέρυξ (δες πτέρυγα)]