Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρώτο
110 εγγραφές [41 - 50]
πρωτοκατασκευάζω [protokataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : κατασκευάζω κτ. για πρώτη φορά.

[λόγ. πρωτο- + κατασκευάζω]

πρωτοκλασάτος -η -ο [protoklasátos] Ε3 : (οικ.) για κπ. που ανήκει στην πρώτη, ανώτατη κατηγορία ενός συνόλου και ως ουσ.: Είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματος. Οι πρωτοκλασάτοι.

[λόγ. πρωτο- + κλάσ(η) -άτος μτφρδ. γαλλ. un première classe]

πρωτοκλέφτης ο [protokléftis] Ο10 : αρχηγός ομάδας κλεφτών 2, στην Tουρκοκρατία.

[πρωτο- + κλέφτης 2]

πρωτόκλητος -η -ο [protóklitos] Ε5 : προσωνυμία του Aποστόλου Aνδρέα, του πρώτου μαθητή του Xριστού.

[λόγ. < ελνστ. πρωτόκλητος]

πρωτόκλιτος -η -ο [protóklitos] Ε5 : (γραμμ.) στην αρχαία ελληνική και στη λατινική γραμματική, για όνομα που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση: Στην αρχαία ελληνική γραμματική πρωτόκλιτα είναι τα αρσενικά σε -ας, -ης και τα θηλυκά σε -α, -η.

[λόγ. πρωτο- + κλί(σις) -τος μτφρδ. γαλλ. de la première declinaison (διαφ. το ελνστ. πρωτόκλιτος `που κατέχει την κύρια θέση΄)]

πρωτοκόλληση η [protokólisi] Ο33 : η ενέργεια του πρωτοκολλώ, η εγγραφή στο πρωτόκολλο.

[λόγ. πρωτοκολλη- (πρωτοκολλώ) -σις > -ση]

πρωτοκολλητής ο [protokolitís] Ο7 θηλ. πρωτοκολλήτρια [protokolítria] Ο27 : υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την πρωτοκόλληση εγγράφων.

[λόγ. πρωτοκολλη- (πρωτοκολλώ) -τής μτφρδ. γαλλ. enregistreur· λόγ. πρωτοκολλη(τής) -τρια]

πρωτόκολλο το [protókolo] Ο40 : 1α. επίσημο βιβλίο όπου καταχωρίζεται κάθε έγγραφο που απευθύνεται σε μια δημόσια αρχή, με αύξοντα αριθμό και χρονολογία παραλαβής. || (νομ.) κάθε έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται πράξη που έγινε κυρίως από διοικητικό υπάλληλο: ~ παράδοσης και παραλαβής, πρακτικό. β. η υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για το πρωτόκολλο και τα γραφεία όπου στεγάζεται αυτή: Εργάζεται στο ~. Θα πάω στο ~. 2. διπλωματικό έγγραφο, όπου διατυπώνονται οι όροι συμφωνίας μεταξύ κρατών και το οποίο συνήθ. αποτελεί παράρτημα συνθήκης ή σύμβασης: Οι αρμόδιοι υπουργοί των δύο χωρών υπέγραψαν ~ για συνεργασία στον εκπαιδευτικό τομέα. 3. το σύνολο των κανόνων της εθιμοτυπίας, που ισχύουν στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των κρατών: Σύμφωνα με το ~ οι ξένοι πρεσβευτές πρέπει να ζητήσουν ακρόαση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις επίσημες δεξιώσεις τηρείται πάντοτε το ~. Kαταργώ / παραβιάζω το ~. || τυπικοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: Όλα έγιναν όπως απαιτεί το ~. Εμείς δεν κρατούμε το ~.

[λόγ. < μσν. πρωτόκολλον (νομ.) `πρώτο κολλημένο φύλ λο, άγραφο για να συμπληρωθεί με ονόματα κτλ.΄ σημδ. γαλλ. protocole (στη νέα σημ.) < μσνλατ. protocollum `συμβολαιογραφικό έγγραφο΄ < υστλατ. protocollum < μσν. πρωτόκολλον < πρωτο- + κολλ(ώ) -ον]

πρωτοκολλώ [protokoló] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω ένα έγγραφο στο βιβλίο πρωτοκόλλου: H αίτηση πρωτοκολλήθηκε.

[λόγ. πρωτόκολλ(ον) -ώ μτφρδ. γαλλ. enregistrer (< registre συν. του protocole, δες πρωτόκολλο)]

πρωτοκυκλαδικός -ή -ό [protokiklaδikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) πρωτοκυκλαδική περίοδος, η πρώτη φάση του κυκλαδικού πολιτισμού, η (πρώιμη) περίοδος της χαλκοκρατίας στις Kυκλάδες από το 3200 ως το 2000 π.X. περίπου. || που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοκυκλαδική περίοδο: ~ πολιτισμός. Πρωτοκυκλαδικά αγγεία.

[λόγ. πρωτο- + κυκλαδικός μτφρδ. αγγλ.(;) early Cycladic]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...11   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες