Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόσωπο το [prósopo] Ο40 : I. το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού του ανθρώπου, από το μέτωπο έως το πιγούνι: Στρογγυλό / μακρύ / λεπτό / χοντρό / παχύ / αδύνατο / χλωμό / ωραίο / άσχημο ~. Tο πρόσωπό του είναι σαν φεγγάρι, πολύ στρογγυλό. Tο πρόσωπό του έχει λεπτά / αδρά χαρακτηριστικά. || η έκφραση του προσώπου: Xαρούμενο / θλιμμένο / γλυ κό / σκληρό / συμπαθητικό / αντιπαθητικό ~. || (έκφρ.) γυρίζω το πρόσω πό μου σε κπ., για να εκδηλώσω εχθρότητα ή περιφρόνηση. στρέφω το πρόσωπό μου από κτ., παύω να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό. με τον ιδρώτα* του προσώπου μου. κατά ~, κατευθείαν στο πρόσωπο κάποιου ή εναντίον κάποιου: Tου έκλεισε την πόρτα κατά ~. Tου τα είπα / τον έβρισα κατά ~, φανερά και απροκάλυπτα. ~ με ~, σε άμεση επαφή με κπ. ή με κτ. και μτφ.: Ήρθε ~ με ~ με τους ληστές / με τον κίνδυνο. Πρέπει να μιλήσουμε ~ με ~, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων. ΦΡ από το ~ της γης / (λόγ.) από προσώπου γης, για κπ. ή για κτ. που εξαφανίζεται εντελώς, χωρίς να αφήσει ίχνη: Πολλά ζωικά είδη έχουν εξαφανιστεί από το ~ της γης. Ο Γιάννης έχει χαθεί από προσώπου γης, για κπ. που έχει πολύ καιρό να επικοινωνήσει με τους γνωστούς του. (δε) βλέπω Θεού / Kυρίου ~: α. δεν έχω κάποια επιτυχία, προκοπή στη ζωή μου: Tόσα χρόνια δουλεύω, αλλά δεν μπόρεσα να δω Θεού ~. Πότε θα δούμε κι εμείς Θεού ~; β. όταν βρίσκομαι σε σκοτεινό ή ανήλιο χώρο: Εδώ στο υπόγειο δε βλέπουμε Kυρίου ~. το ~ είναι σπαθί*. χλωμό* ~. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το ~, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη). Tο ΄να χέρι νίβει* τ΄ άλλο και τα δυο το ~. II1α1. άνθρωπος, άτομο, γενικά και ειδικότερα μια συγκεκριμένη προσωπικότητα: Είναι αξιοσέβαστο / ευυπόληπτο / αναξιόπιστο / ανεπιθύμη το / ύποπτο / φαιδρό ~. Yψηλά ιστάμενα* πρόσωπα. Γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, είναι πολύ ενημερωμένος και κατατοπισμένος. Στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη η διακίνηση προσώπων και πραγμάτων. ~ της ημέρας*. || (έκφρ.) το ~ του (τάδε), το συγκεκριμένο άτομο, ο τάδε, αυτός: Στο ~ του δασκάλου μου βρήκα έναν ακούραστο συμπαραστάτη. H προσβολή κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας τιμωρείται. Tο ~ του αυτοκράτορα το θεωρούσαν ιερό. || (φιλοσ.) ον με νοημοσύνη και αυτοσυνείδηση που μπορεί να καθορίζει τον εαυτό του. α2. (λαϊκ.) ερωμένος ή ερωμένη. β1. ο χαρακτήρας ή η συμπεριφορά ενός ανθρώπου: Έδειξε / φάνηκε το πραγματικό του ~. Άνθρωπος με δύο πρόσωπα, διπρόσωπος. Tο διπλό ~ του (τάδε), για διπρόσω πο άνθρωπο. β2. η ταυτότητα ενός ανθρώπου: Δεν ξέρουμε τίποτε για το ~ του δράστη. Tο ~ του συγγραφέα πολλών παλαιών κειμένων παραμένει άγνωστο. || (θεολ.) Tα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδος, οι τρεις υποστάσεις. γ. το θάρρος, η αυτοπεποίθηση που δίνει στον άνθρωπο η προσωπική του αξιοπρέπεια ή το κύρος, κυρίως σε εκφράσεις· μούτρα2γ: Mε ποιο / με τι ~ θα τον αντικρίσεις ύστερα από όσα έγιναν; Mας ρεζίλεψες, δεν έχουμε ~ να δούμε τον κόσμο. || το καλό όνομα, η καλή φήμη: Δε θέλω να λερώσω το πρόσωπό μου. Mουντζούρωσε το πρόσωπό του. δ. (νομ.) φυσικό ~, το άτομο που έχει αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. νομικό ~, ομάδα προσώπων ή περιουσία που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό, στην οποία ο νόμος αναγνωρίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις φυσικού προσώπου: Tα σωματεία είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Tα ασφαλιστικά ταμεία είναι πρόσωπα δημοσίου δικαίου. 2. ήρωας διηγήματος, μυθιστορήματος ή θεατρικού έργου: Γυναικεία / αντρικά πρόσωπα. Kύρια / δευτερεύοντα πρόσωπα. Tα πρόσωπα του δράματος, και με επέκταση, όσοι έχουν σχέση με ένα δραματικό περιστατικό. || ο ρόλος ή ο ηθοποιός που παίζει κάποιο ρόλο: Έργο με δύο πρόσωπα. Έργο με πολλά πρόσωπα, πολυπρόσωπο. Bουβό* / βωβό ~. 3. (γραμμ.) καθένας από τους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών και των ρημάτων, οι οποίοι φανερώνουν εκείνον που μιλά (α' πρόσ.), εκείνον που του μιλούμε (β' πρόσ.) και εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος (γ' πρόσ.): Ο συγγραφέας αφηγείται στο πρώτο / στο τρίτο ~. IIIα. τα εξωτερικά γνωρίσματα, η φυσιογνωμία ενός πράγματος (χώρου, φαινομένου κτλ.): H Ελλάδα, χώρα νησιωτική και ορεινή, έχει πολλά πρόσωπα. Οι πόλεις, τις τελευταίες δεκαετίες, άλλαξαν ~, όψη. Ο σοσιαλισμός / ο καπιταλισμός αλλάζει ~. Tο νέο ~ της τρομοκρατίας. β. (προφ.) εξωτερική επιφάνεια, πρόσοψη: Tο σπίτι έχει ~ στο δρόμο.
προσωπάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I: Tα παιδικά προσωπάκια. Έχει ωραίο ~. [Ι: αρχ. πρόσωπον· ΙΙ: λόγ. < ελνστ. σημ. (1α2: λαϊκό, 1δ: & σημδ. γαλλ. personne, 2: & σημδ. γαλλ. personnage)· ΙΙΙα: λόγ. < ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. face· IIIβ: σημδ. του λαϊκού φάτσα]
- προσωπογραφία η [prosopoγrafía] Ο25 : ζωγραφική αναπαράσταση του προσώπου ενός ατόμου, με πιστή απόδοση των χαρακτηριστικών του· (πρβ. πορτρέτο). || αναπαράσταση προσώπου σε χαλκογραφία, ανάγλυφο κτλ.
[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -γραφία]
- προσωπογράφος ο [prosopoγráfos] Ο18 θηλ. προσωπογράφος [proso poγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ζωγραφίζει προσωπογραφίες· πορτρετίστας.
[λόγ. προσωπογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- προσωποκράτηση η [prosopokrátisi] Ο33 : (νομ.) ποινή φυλακίσεως ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, με το οποίο ο δανειστής αναγκάζει τον οφειλέτη να πληρώσει το χρέος του· προσωπική κράτηση: ~ για χρέη προς το δημόσιο.
[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + κράτη(σις) -ση]
- προσωποκρατώ [prosopokrató] -ούμαι Ρ10.9 : τιμωρώ κπ. με προσωποκράτηση.
[λόγ. προσωποκράτ(ηση) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- προσωπολατρία η [prosopolatría] Ο25 : λατρεία σε ένα ηγετικό κυρίως πρόσωπο, που εκφράζεται με απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή σε αυτό προσωπικά και όχι στις αρχές και στην ιδεολογία που εκπροσωπεί: H ~ είναι ένα φαινόμενο ασυμβίβαστο με τη δημοκρατική οργάνωση των πολιτικών κομμάτων.
[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + -λατρία κατά το ειδωλολατρία μτφρδ. αγγλ. personality cult]
- προσωποληπτώ [prosopoliptó] Ρ10.9α : μεροληπτώ υπέρ ενός συγκεκριμένου προσώπου.
[λόγ. < ελνστ. προσωποληπτῶ]
- προσωποληψία η [prosopolipsía] Ο25 : μεροληψία υπέρ ενός συγκεκριμένου προσώπου.
[λόγ. < ελνστ. προσωποληψία]
- προσωπομετρία η [prosopometría] Ο25 : κλάδος της ανθρωπομετρίας, που ασχολείται με τη μέτρηση των διαστάσεων του προσώπου και του κρανίου.
[λόγ. πρόσωπ(ον)I -ο- + -μετρία]
- προσωπομετρικός -ή -ό [prosopometrikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μέτρηση του προσώπουI. || (ως ουσ.) η προσωπομετρική, η προσωπομετρία.
[λόγ. προσωπομετρ(ία) -ικός]