Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσοδος
1 εγγραφή
πρόσοδος η [prósoδos] Ο36 : (οικον.) εισόδημα που προέρχεται από ακίνητη περιουσία ή από κινητές αξίες και με επέκταση, εισόδημα από κάθε πηγή: Έγγειος ~. Ετήσια / ισόβια ~. Φόρος καθαράς προσόδου.

[λόγ. < αρχ. πρόσοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες