Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόσβαση η [prózvasi] Ο33 : 1α. ο τόπος, η θέση, η δίοδος, το πέρασμα από όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει κάπου: Ο στρατός είχε αποκλείσει όλες τις προσβάσεις προς το κέντρο της πόλης. Επιτρέπω / εμποδίζω την ~. β. το πλησίασμα, η προσέγγιση: H ~ είναι αδύνατη. 2. (μτφ.) α. για ό,τι μας φέρνει πιο κοντά σε κτ. για να το γνωρίσουμε ή να το καταλάβουμε· το πλησίασμα, η προσέγγιση: Tο κείμενο επιχειρεί μια πρώτη ~ στις δυσκολίες του προβλήματος. β. (συνήθ. πληθ.) για σχέσεις, γνωριμίες με άτομα (που συνήθ. κατέχουν μια θέση ή που ασκούν εξουσία), τις οποίες μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να επηρεάσουμε μια κατάσταση: Έχει / διαθέτει πολλές / ισχυρές προσβάσεις στην κυβέρνηση. Έχει ~ στο Yπουργείο Παιδείας και πέτυχε την απόσπασή του. Οι προσβάσεις ενός κόμματος στο συνδικαλιστικό χώρο.
[λόγ.: 1: αρχ. πρόσβα(σις) -ση· 2: ελνστ. σημ.]