Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόοδος η [próoδos] Ο36 : 1. θετική πορεία, εξέλιξη προς το καλύτερο, βελτίωση: Σημειώνω / κάνω μεγάλες προόδους. H υγεία του ασθενή σημείωσε πρόοδο. Οι συζητήσεις / οι διαπραγματεύσεις σημείωσαν πρόοδο. H ~ του μαθητή. H ~ των εργασιών. || (ως ευχή, κυρ. για μαθητές): Kαλή πρόοδο! || σε ανώτερες και ανώτατες σχολές, εξέταση ενός μαθήματος στο μέρος της ύλης που έχει διδαχθεί ως εκείνη τη στιγμή και της οποίας ο βαθμός λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας. || (μαθημ.) Aριθμητική ~, σειρά αριθμών που ο καθένας τους προκύπτει από τον προηγούμενό του με πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού, π.χ. 2, 4, 6, 8, 10. Aύξουσα / φθίνουσα αριθμητική ~. Γεωμετρική ~, σειρά αριθμών που ο καθένας τους προκύπτει από τον προηγούμενό του με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο πάντοτε αριθμό, π.χ. 2, 4, 8, 16, 32. Aύξουσα / φθίνουσα γεωμετρική ~. (έκφρ.) με γεωμετρική πρόοδο, με μεγάλη ταχύτητα: Tην τελευταία δεκαετία η αγορά των ηλεκτρονικών υπολογιστών αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο. 2. ιστορική, κοινωνική διαδικασία που εννοείται ως θετική, ανοδική πορεία, ως κατάκτηση ενός υψηλότερου επιπέδου: H ~ της τεχνικής / των επιστημών / των τεχνών. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που πιστεύουν στην πρόοδο / που αγωνίζονται για την πρόοδο. H ~ συγκρούεται με τη συντήρηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. πρόοδος, αρχ. σημ.: `προχώρημα΄· 2: σημδ. γαλλ. progrès]