Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτοκολλώ [protokoló] -ούμαι Ρ10.9 : καταχωρίζω ένα έγγραφο στο βιβλίο πρωτοκόλλου: H αίτηση πρωτοκολλήθηκε.
[λόγ. πρωτόκολλ(ον) -ώ μτφρδ. γαλλ. enregistrer (< registre συν. του protocole, δες πρωτόκολλο)]