Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωταθλητής ο [protaθlitís] Ο7 θηλ. πρωταθλήτρια [protaθlítria] Ο27 : 1. αθλητής ή αθλητική ομάδα που κέρδισε σε πρωτάθλημα: Παγκόσμιος ~ στα 100 μ. Ο σύλλογός μας ανακηρύχτηκε το 1997 ~ στο ποδόσφαιρο. || αθλητής ή ομάδα που έχει κερδίσει σε αγώνες πρωταθλήματος: Ο αγώνας θα διεξαχθεί μεταξύ των πρωταθλητριών Ευρώπης. || (ως επίθ.): Πρωταθλήτρια ομάδα. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που κατέχει την πρώτη θέση σε έναν τομέα δραστηριότητας, συχνά και ειρωνικά: Είμαστε πρωταθλητές στην εμπορική ναυτιλία / στη φοροδιαφυγή.
[λόγ. πρωτ(ο)- + αθλητής· λόγ. πρωταθλη(τής) -τρια]