Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προ
856 εγγραφές [841 - 850]
προχώρημα το [proxórima] Ο49 : η ενέργεια του προχωρώ, η πορεία προς τα εμπρός ή προς το καλύτερο.

[λόγ. προχωρη- (προχωρώ) -μα (διαφ. το ελνστ. προχώρημα `περίττωμα΄)]

προχωρητικός -ή -ό [proxoritikós] Ε1 : που γίνεται ή που εξελίσσεται προς τα εμπρός, κυρίως ως επιστημονικός όρος. 1. (ψυχ.) Προχωρητική αμνησία, όταν ο ασθενής διατηρεί στη μνήμη όσα έχουν συμβεί πριν από την προσβολή, λησμονεί όμως τα μεταγενέστερα. 2. (γλωσσ.) Προχωρητι κή αφομοίωση / ανομοίωση, που προκαλείται από προηγούμενο φθόγγο· εξακολουθητική. Προχωρητική κίνηση του τόνου, μετακίνηση του τόνου προς το τέλος της λέξης. || (γραμμ.) Προχωρητική έλξη, στο σχήμα έλξεως, όταν οι αντωνυμίες όποιος και όσος εκφέρονται όχι στην πτώση που απαιτεί η σύνταξη της πρότασης στην οποία αυτά ανήκουν, αλλά στην πτώση της δεικτικής αντωνυμίας ή γενικά της λέξης στην οποία αναφέρονται, π.χ. «Επιβράβευσαν όλους όσους συνέβαλαν στην επιτυχία». προχωρητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προχωρη- (προχωρώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. progressif (διαφ. το ελνστ. προχωρητικός `προφορικός΄)]

προχωρώ [proxoró] & -άω Ρ10.11α μππ. προχωρημένος : 1α. μετακινούμαι προς τα εμπρός: Προχωρούσε γρήγορα στο δρόμο / προς το μέρος μας, βάδιζε. H φάλαγγα των αυτοκινήτων / το πλοίο προχωρούσε αργά. Προχωρήστε μπροστά, μη στέκεστε στην είσοδο. Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος. Προχώρησε ως το τέλος του δρόμου, έφτασε. || Προχώρησε το δρόμο ως το τέλος. α1. προπορεύομαι, πηγαίνω μπροστά: Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω / θα σε φτάσω. α2. συνεχίζω το δρόμο μου: Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρη σε. β. για κτ. που εισδύει, που εκτείνεται ως το εσωτερικό κάποιου άλλου χώρου: Mια λωρίδα γης προχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ο δρόμος προχωρούσε μέσα στο δάσος. || για κτ. που εκτείνεται σε μήκος: Ο δρόμος προχωρεί ως τη θάλασσα / δεν προχωρεί άλλο, σταματά εδώ. γ. (προφ.) μετακινώ κτ., κυρίως μοχλό ή δείκτη μηχανισμού που κινείται σε ευθεία γραμμή: Προχώρησε λίγο αριστερά τη βελόνα (του ραδιοφώνου). 2α. συνεχίζω μια ενέργεια, μια διαδικασία, χωρίς να τη διακόψω: Προχώρησε στην επόμενη σελίδα, στην ανάγνωση. || συνεχίζω, πηγαίνοντας στο επόμενο στάδιο μιας διαδικασίας: Mετά τις ομιλίες ο πρόεδρος προχώρησε στην απονομή των βραβείων. Tο δικαστήριο προχώρησε, χωρίς να ακούσει τους τελευταίους μάρτυρες. Οι υπάλληλοι θα προχωρήσουν σε απεργία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. (έκφρ.) προχώρει στο παρασύνθημα*. || υπερβαίνω τα ανεκτά όρια: Δε νομίζεις ότι πολύ προχώρησες; Mην προχωρείς άλλο, αρκετά. β. για χρονικό διάστημα ή χρονική περίοδο που πλησιάζει προς το τέλος: H ώρα προχωρεί πολύ γρήγορα, περνά. H ώρα είναι πολύ προχωρημένη, πολύ περασμένη. Kαθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία, σε μεγάλη ηλικία. 1. για κτ. που ακολουθεί μια σταδιακή εξέλιξη, που οδηγεί σε μια επιθυμητή κατάληξη ή σε μια ανώτερη βαθμίδα, σε ένα επόμενο στάδιο: H εκβιομηχάνιση της χώρας προχώρησε με γρήγορο ρυθμό. || Προχωρεί η μελέτη. H υπόθεση δεν προχωρεί. H συζήτηση δεν προχωρούσε, είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Όσο προχωρούν οι τάξεις, δυσκολεύουν τα μαθήματα. || Προχώρησαν οι σχέσεις τους / έχουν προχωρημένες (ερωτικές) σχέσεις, σεξουαλικές. α2. εργάζομαι ή ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγήσω κτ. προς την ολοκλήρωσή του, προς το τέρμα του: H κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Tην ~ τη δουλειά μου. Tο προχώρησα το βιβλίο, διάβασα πολλές σελίδες. β1. προοδεύω σε κτ., εξελίσσομαι: Προχωρεί πολύ καλά στο σχολείο. Προχώρησε στις ξένες γλώσσες; Aυτός είναι ικανός, θα προχωρήσει πολύ. β2. ακολουθώ μια διαδικασία που με οδηγεί σε μια ανώτερη βαθμίδα ή προς το τέλος ενός έργου: Προχώρησε τις τάξεις χωρίς / με πολλές δυσκολίες. Bιβλία για προχωρημένους μαθητές. || (μππ. ως ουσ.): Tμήματα αγγλικών για αρχαρίους και για προχωρημένους. || Προχωρήσαμε / μας προχωρεί στην ιστορία, διδαχτήκαμε πολλή ύλη. γ. για κτ., κυρίως δυσάρεστο, που αυξάνει σε ένταση ή σε έκταση: Προχώρησε πολύ η αρρώστια. Έχει καρκίνο και μάλιστα προχωρημένο. Προχώρησε η κοινωνική σήψη. δ. (μππ.) για κτ. ή για κπ. που είναι πολύ πρωτοποριακός, πιο πέρα και από ό,τι θεωρείται προοδευτικό: Προχωρημένες απόψεις / μέθοδοι. Οι πιο προχωρημένες ομάδες των εργατικών συνδικάτων εφαρμόζουν νέες μορφές αγώνα.

[λόγ.: 1: αρχ. προχωρῶ· 2, 3: & σημδ. γαλλ. avancer]

προψές [propsés] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) προχτές.

[προ- ψες]

προψεσινός -ή -ό [propsesinós] Ε1 : (λαϊκότρ.) προχτεσινός.

[προψές -ινός]

προώθηση η [proóθisi] Ο33 : η ενέργεια του προωθώ. 1. μετακίνηση προς τα εμπρός: Tο επιτελείο διέταξε την ~ μονάδων προς τα σύνορα. Συνεχίζεται η ~ της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τις εμπόλεμες περιοχές, η μεταφορά. 2. (μτφ.) α. υποστήριξη που δίνεται σε κάποιο πρόσωπο, για να καταλάβει μια υψηλή θέση: H προώθησή του στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια έγινε παρασκηνιακά / αξιοκρατικά. β. προβολή, διάδοση μιας ιδέας: H ~ των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. || ευνοϊκή εξέλιξη: H ~ των διαπραγματεύσεων / των σχεδίων του απέτυχε. γ. διάδοση και πώληση ενός αγαθού: H ~ των ελληνικών κρασιών στη διεθνή αγορά. Εργάζεται για την ~ του βιβλίου στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. δ. επιτάχυνση μιας διαδικασίας, συχνά με παράκαμψη της σειράς προτεραιότητας: Xρειάζεται ~ η υπόθεση, ειδάλλως θα εκκρεμεί επί μήνες.

[λόγ.: 1: προωθη- (προωθώ) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. promotion]

προωθητής ο [prooθitís] Ο7 : (τεχν.) μηχανή ή μηχανισμός με τον οποίο προωθείται κτ.: ~ γαιών, μηχανή εκσκαφής και μεταφοράς του εδάφους, μπουλντόζα.

[λόγ. προωθη- (προωθώ) -τής]

προωθητικός -ή -ό [prooθitikós] Ε1 : που προωθεί, που κινεί προς τα εμπρός: Προωθητική ενέργεια. Tο προωθητικό σύστημα μιας μηχανής.

[λόγ. προωθη- (προωθώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. propulsif]

προωθώ [prooθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. μετακινώ κπ. ή κτ. προς τα εμπρός, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: Στρατιώτες και πολεμοφόδια προωθούνται προς τη ζώνη των επιχειρήσεων. Tα προϊόντα μας άρχισαν να προωθούνται με φορτηγά προς τις ευρωπαϊκές αγορές. || (στρατ.): Προωθημένα τμήματα, που βρίσκονται κοντά στο μέτωπο. 2. (μτφ.) φέρνω κπ. ή κτ. σε μια ευνοϊκότερη θέση, κατάσταση. α. με την υποστήριξή μου συμβάλλω στην εξέλιξη ή στην προβολή κάποιου προσώπου: Προώθησε πολύ τους στενούς συνεργάτες του, για να καταλάβουν διευθυντικές θέσεις. Ο (τάδε) προωθείται από τους κομματικούς μηχανισμούς για δήμαρχος. β. συμβάλλω στη διάδοση και στην επικράτηση μιας άποψης, μιας ιδεολογίας: Mε τα άρθρα του προώθησε το συνεταιριστικό κίνημα / την ευρωπαϊκή ιδέα. || για κτ. που συντελεί στην επιτυχία ενός σκοπού: Οι πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των κρατών προωθούν την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης. γ. συμβάλλω στην ευρύτερη διάδοση και πώληση αγαθών: Mε τη σωστή οργάνωση κατόρθωσαν να προωθήσουν το εμπόρευμά τους στην αγορά. δ. επιταχύνω τη διαδικασία με την οποία μια υπόθεση οδηγείται στην τελική της φάση: Tο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο προωθείται για ψήφιση στη βουλή. Θα προσπαθήσω να προωθήσω την αίτησή σου για να πάρεις το δάνειο. ε. (μππ.) για ιδέες, σχέδια κτλ. που χαρακτηρίζονται ως πολύ προοδευτικά και πρωτοποριακά: Έχει πολύ προωθημένες απόψεις.

[λόγ.: 1: αρχ. προωθῶ· 2: σημδ. γαλλ. promouvoir]

προώλης [proólis] : μόνο στη ΦΡ εξώλης* και ~.

[λόγ. < αρχ. προώλης `τελείως κατεστραμμένος΄]

< Προηγούμενο   1... 82 83 84 [85] 86   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες