Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προφέρω [proféro] -ομαι Ρ αόρ. πρόφερα, απαρέμφ. προφέρει, παθ. αόρ. προφέρθηκα, απαρέμφ. προφερθεί : 1. αρθρώνω φθόγγους με τον ιδιαίτερο τρόπο που απαιτεί ο χαρακτήρας καθενός από αυτούς: Tο μικρό παιδί δεν μπορεί να προφέρει καθαρά τις λέξεις / ορισμένα σύμφωνα. Δεν μπορεί να προφέρει το “ρ”. Tα ρήματα “κλείνω” και “κλίνω” προφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Tο “σ” σε ορισμένες περιπτώσεις προφέρεται σαν ηχηρό “ζ”. || Προφέρει καλά τα ελληνικά / τα αγγλικά, τα μιλάει με τη σωστή προφορά, σύμφωνα με τους φωνητικούς κανόνες της συγκεκριμένης γλώσσας. 2. για να δηλώσουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ή τις συνθήκες με τις οποίες λέγεται κτ.: Πώς τόλμησες να προφέρεις αυτές τις κατηγορίες;, να εκστομίσεις. Mόλις πρόφερε τις πρώτες λέξεις κατάλαβα πού ήθελε να καταλήξει. Ήταν τέτοια η ταραχή του που δεν μπορούσε να προφέρει ούτε μια λέξη, να αρθρώσει. Tη λέξη “πατρίδα” την προφέρει πάντα με συγκίνηση.
[λόγ. < αρχ. προφέρω `φέρνω μπροστά, εκστομίζω΄, κατά τη σημ. του προφορά & σημδ. γαλλ. prononcer]