Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προτίθεμαι [protíθeme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) προτίθεσαι, προτίθεται, προτιθέμεθα, προτίθεστε, προτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. προετίθετο, προετίθεντο, μπε. προτιθέμενος : (λόγ.) έχω την πρόθεση, έχω τη διάθεση ή το σκοπό (να κάνω κτ.): Δεν ~ να καταφύγω σε ακραίες λύσεις. Λέγεται ότι προτίθεται να εκτεθεί ως υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές. Tι προτίθεσαι να κάνεις;
[λόγ. < αρχ. προτίθεμαι]