Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσήνεμος -η -ο [prosínemos] Ε5 : (λόγ., για τόπο) που βρίσκεται σε θέση, η οποία είναι εκτεθειμένη στον άνεμο, που τον χτυπάει ο άνεμος. ANT υπήνεμος: Προσήνεμο λιμάνι. Προσήνεμη τοποθεσία.
[λόγ. < αρχ. προσήνεμος]