Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσέρχομαι [prosérxome] Ρ αόρ. προσήλθα και (προφ.) προσήρθα, απαρέμφ. προσέλθει και (προφ.) προσέρθει : (επίσ.) 1. έρχομαι, πλησιάζω κάπου, κινούμαι προς κπ. χώρο: Tο κοινό άρχισε να προσέρχεται στο χώ ρο των εκδηλώσεων. Οι επίσημοι προσήλθαν στο μητροπολιτικό ναό. 2α. πηγαίνω, παρουσιάζομαι κάπου προκειμένου να λάβω μέρος σε κτ. (διαδικασία, εκδήλωση κτλ.): Tα μέλη του συμβουλίου προσήλθαν στη συνεδρίαση. Kάποιοι μαθητές δεν προσήλθαν στις επαναληπτικές εξετάσεις. β. έρχομαι, παρουσιάζομαι κάπου, όπου με καλούν και όπου οφείλω, έχω την υποχρέωση να παραστώ: Ο μάρτυρας δεν προσήλθε στο δικαστήριο.
[λόγ. < αρχ. προσέρχομαι]