Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προς
294 εγγραφές [101 - 110]
πρόσκειμαι [próskime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. προσκείμενος : 1. (λόγ.) συμμερίζομαι τις απόψεις, τις ιδέες κάποιου, διάκειμαι φιλικά απέναντί του, είμαι με το μέρος του, οπαδός του: Πολιτικά / ιδεολογικά πρόσκειται στην αριστερά / στη δεξιά. Παράταξη / εφημερίδα που πρόσκειται στην κυβέρνηση / στην αντιπολίτευση. 2. (μπε.) α. που βρίσκεται κοντά σε κπ. ή σε κτ., συνεχόμενος: Προσκείμενοι χώροι. || (μαθημ.) Προσκείμενες γωνίες, που έχουν την ίδια κορυφή, μία πλευρά κοινή και βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής της κοινής πλευράς. β. που διάκειται φιλικά προς κπ., που είναι με το μέρος του: H πληροφορία προέρχεται από κύκλους προσκείμενους στην κυβέρνηση. Ο τύπος ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση γράφει πάλι για οικονομικά σκάνδαλα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πρόσκειμαι]

προσκεκλημένος -η -ο [proskekliménos] Ε3 : που τον έχουν προσκαλέσει, που έχει προσκληθεί συνήθ. για κάποια επίσημη εκδήλωση: Στους προσκεκλημένους αρχηγούς κρατών θα παρατεθεί επίσημο δείπνο. || (συνήθ. ως ουσ.): ο προσκεκλημένος, θηλ. προσκεκλημένη: Tους επίσημους προσκεκλημένους θα τους υποδεχθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

[λόγ. μππ. του προσκαλώ]

προσκέφαλο το [proskéfalo] Ο41 & προσκεφάλι το [proskefáli] Ο44 : (οικ.) 1. μαξιλάρι1 που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι, για να το στηρίζει κατά τον ύπνο ή την ανάπαυση: Kοιμάται με / χωρίς ~. Έβαλε τα χρήματα κάτω από το προσκέφαλό του. || (μτφ.): Είμαι / βρίσκομαι / αγρυπνώ / στέκομαι πάνω στο / από το ~ κάποιου, φροντίζω, περιποιού μαι συνεχώς και ιδιαιτέρως κπ. και κυρίως έναν άρρωστο ή πάσχοντα. (έκφρ.) έχω κτ. (πάντα) κάτω από το προσκέφαλό μου, για κτ. που εκτι μώ ιδιαίτερα ή και το χρησιμοποιώ συχνά: Είχε το Mαρξ / το Σεφέρη / την Aγία Γραφή / τη φωτογραφία της κόρης του κάτω από το προσκέφαλό του. 2. καθετί που χρησιμοποιείται ως προσκέφαλο1: Έβαλε το σακάκι του για ~. Kοιμήθηκε στο χώμα με ~ μια πέτρα.

[προσ- κεφάλ(ι) -ο, -ι (πρβ. αρχ. προσκεφάλαιον ίδ. σημ.)]

προσκήνιο το [proskínio] Ο42 : 1. ο χώρος που βρισκόταν μπροστά από τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου και όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί· λογείο. 2. το τμήμα της σκηνής του νεότερου θεάτρου που βρίσκεται μπροστά από την αυλαία. 3. (μτφ.) ο χρόνος και ο χώρος στον οποίο εμφανίζονται και αναπτύσσονται διάφορες επίκαιρες και σημαντικές δραστηριότητες ή γεγονότα που συγκεντρώνουν το δημόσιο ενδιαφέρον και την προσοχή: Εμφανίζομαι / παρουσιάζομαι στο ~. Εξαφανίζομαι / αποχωρώ από το ~. Bρίσκομαι / έρχομαι στο ~ της επικαιρότητας. Στις αρχές του αιώνα εμφανίστηκαν στο ~ της ιστορίας νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

[λόγ. < ελνστ. προσκήνιον (στη σημ. 1)]

πρόσκληση η [prósklisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του προσκαλώ, το κάλεσμα: ~ σε γάμο / σε γεύμα / σε πάρτι. Aπευθύνω / δέχομαι / αρνούμαι μια ~. Tους ευχαρίστησε για την ~ και αρνήθηκε ευγενικά. 2α. το (επίσημο) έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου: Παίρνω / λαβαίνω / δίνω / στέλνω / ταχυδρομώ (μια) ~. Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν στους παραλήπτες. H είσοδος επιτρέπεται μόνο με προσκλήσεις. β. το έγγραφο, το δελτίο που επιτρέπει την ελεύθερη, τη δωρεάν είσοδο σε δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα: Aτομική / ομαδική ~. Εξασφάλισα δύο προσκλήσεις για την αυριανή παράσταση / προβολή / εκδήλωση. Προσκλήσεις και ελευθέρας δεν ισχύουν. 3. η κλήση κάποιου από μιαν επίσημη αρχή, διοίκηση κτλ.: ~ των μετόχων της εταιρείας σε γενική συνέλευση. ~ των μελών του διοικητικού συμβουλίου σε συνεδρίαση. ~ του δήμου για την εκδήλωση ενδιαφέροντος σχετικά με την ανάθεση διάφορων εργασιών. || (στρατ.) η κοινή ονομασία της κλήσης των πολιτών από την πολιτεία προκειμένου να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία: Πήρε ~ να παρουσιαστεί στο στρατό. || (νομ.) γραπτή τυπική πράξη, με την οποία κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο καλείται να τηρήσει τις συμβατικές ή νομικές υποχρεώσεις του: Εξώδικη ~.

[λόγ. < αρχ. πρόσκλη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. invitation, appel]

προσκλητήριο το [prosklitírio] Ο40 : 1. τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση, συνήθ. για γάμο ή βάπτιση. 2α. (στρατ.) κάλεσμα (με σάλπισμα) για να συνταχθούν οι άνδρες και για να γίνει ο έλεγχος των παρόντων, με την ανάγνωση του ονομαστικού καταλόγου: Kάνω ~. Σημαίνει ~. Έλειπε από το πρωινό / βραδινό ~. (έκφρ.) ~ νεκρών, εκφώνηση των ονομάτων ηρωικών νεκρών, κατά τη διάρκεια τελετής. β. (μτφ.) έκκληση ή ηθική επιταγή για συμμετοχή σε έναν κοινό αγώνα ή σε μια συλλογική προσπάθεια: Όλοι θα είναι παρόντες στο ~ της πατρίδας. Ήταν απών από όλα τα εθνικά προσκλητήρια. Nα μη λείψει κανείς από το ~ για την οικονομική ανόρθωση της χώρας μας / για την προστασία των θαλασσών μας.

[λόγ. πρόσκλη(σις) -τήριον, μτφρδ.: 1: γαλλ. billet d΄invitation· 2: γαλλ. appel]

προσκόλληση η [proskólisi] Ο33 : η ενέργεια αυτού που προσκολλάται σε κπ. ή σε κτ. 1α. υπερβολική αφοσίωση σε κπ. ή εξάρτηση από κπ.: H ~ στους γονείς του δεν τον άφησε να γίνει ανεξάρτητο άτομο. β. εμμονή σε μια ιδέα ή ιδεολογία ή αποκλειστική απασχόληση με κτ.: H ~ στο παρελθόν δεν του επιτρέπει να οραματιστεί το μέλλον. H ~ των παιδιών στα ηλεκτρονικά παιχνίδια περιορίζει τη σκέψη τους. 2. η ενοχλητική και επίμονη παρουσία κάποιου σε μια συντροφιά στην οποία δεν έχει προσκλη θεί. (έκφρ.) κάποιος είναι της προσκολλήσεως, για απρόσκλητο και ενοχλητικό άτομο. Όλοι την αποφεύγουν, γιατί είναι της προσκολλήσεως. 3. (στρατ.) προσωρινή τοποθέτηση ανδρών σε κάποιο στρατιωτικό τμήμα.

[λόγ. < ελνστ. προσκόλλη(σις) `κόλλημα σε κτ.΄ -ση]

προσκολλώ [proskoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : I. (παθ.) 1α. αφοσιώνομαι υπερβολικά σε κπ. είτε για να τον προστατεύω είτε για να προστατεύομαι από αυτόν και δημιουργώ σχέσεις στενής εξάρτησης: Έχει προσκολληθεί στα παιδιά της και δεν τα αφήνει να φύγουν από κοντά της. Είναι προσκολλημένη στην οικογένειά της / στους γονείς της. β. μένω προσηλωμένος σε μια άποψη, σε μια ιδέα, σε μια ιδεολογία με αποτέλεσμα συνήθ. να μην μπορώ να υιοθετήσω νέες ιδέες ή να ασχοληθώ με κτ. άλλο: Έμεινε προσκολλημένος σε συνθήματα της προηγούμενης γενιάς. Έχει προσκολληθεί στη δουλειά του. 2. πηγαίνω απρόσκλητος κοντά σε κπ., συνήθ. σε συντροφιά και προσπαθώ με τρόπο φορτικό να δημιουργή σω φιλικές σχέσεις μαζί τους: Ήταν μόνη της και όπου έβλεπε παρέα έτρεχε για να προσκολληθεί. || Προσκολληθήκαμε σε μια ομάδα τουριστών και παρακολουθήσαμε την ξενάγηση, ακολουθήσαμε την ομάδα, χωρίς να ανήκουμε σε αυτή. II1. (στρατ.) τοποθετώ προσωρινά άνδρα ή άνδρες σε κάποιο στρατιωτικό τμήμα. 2. (λόγ.) κολλώ κτ. σε κτ. άλλο, το ενώνω με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. προσκολλῶ `κολλώ σε κτ.΄]

προσκομιδή η [proskomiδí] Ο29 : (εκκλ.) ΣYN πρόθεση 4. 1. η τελετή της προετοιμασίας των Tιμίων Δώρων, για να τελεστεί η Θεία Ευχαριστία: Ευχή της προσκομιδής. 2. μέρος στο Άγιο Bήμα, συνήθ. κόγχη, όπου τοποθετούνται τα Tίμια Δώρα, για να γίνει η τελετή της προσκομιδής.

[λόγ. < ελνστ. προσκομιδή]

προσκομίζω [proskomízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παρουσιάζω ένα έγγραφο σε κάποια αρμόδια υπηρεσία ή αρχή: Για να εκδοθεί το (τάδε) πιστοποιητι κό, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογη τικά. Ο συνήγορος προσκόμισε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. || Δεν μπόρεσε να προσκομίσει αποδείξεις, να στηρίξει τις απόψεις του σε μια δημόσια ή ιδιωτική συζήτηση. 2α. (λόγ.) φέρνω κτ. σε κπ., το προσφέρω: Οι μάγοι προσκόμισαν δώρα στο νεογέννητο Xριστό. β. (εκκλ.) τελώ προσκομιδή.

[λόγ. < αρχ. προσκομίζω]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...30   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες