Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προμηθευτής ο [promiθeftís] Ο7 θηλ. προμηθεύτρια [promiθéftria] Ο27 : αυτός που εφοδιάζει, που τροφοδοτεί κπ. με κτ. || επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον εφοδιασμό πλοίων, κρατικών υπηρεσιών, επιχειρήσεων κτλ.
[λόγ. < μσν. προμηθευτής `που προνοεί΄ < προμηθεύ(ω) -τής σημδ. γαλλ. pourvoyeur· λόγ. προμηθευ(τής) -τρια]