Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προθυμία η [proθimía] Ο25 : ψυχική διάθεση, στάση που χαρακτηρίζεται από καλή θέληση, από ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα. ANT απροθυμία: Εργάζεται με ~ και επιμέλεια. Έκανε με ~ ό,τι του ζήτησα. Δεν έδειξε αρκετή ~ στη δουλειά.
[λόγ. < αρχ. προθυμία]