Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προγονολατρία
1 εγγραφή
προγονολατρία η [proγonolatría] Ο25 : 1. ο υπερβολικός θαυμασμός, η προσκόλληση στους προγόνους· προγονοπληξία*: Mια από τις αιτίες της οπισθοδρόμησης είναι και η έντονη ~. 2. (θρησκειολ.) η λατρεία των προγόνων και η απόδοση θρησκευτικών τιμών σ΄ αυτούς: H ~ ήταν πολύ διαδεδομένη στις πρωτόγονες θρησκείες.

[λόγ. προγονολάτρ(ης) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες