Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: που
75 εγγραφές [61 - 70]
πούστικος -η -ο [pústikos] Ε5 : (λαϊκ., προφ.) 1. που ανήκει, που αναφέρεται, που ταιριάζει σε πούστη: Πούστικα φερσίματα. 2. (μτφ.) ανέντιμος, ανήθικος, άτιμος: Mου φέρθηκε με πούστικο τρόπο. 3. (συνήθ. στο ουδ.) υβριστικά για κτ. που μας δυσκολεύει, μας ταλαιπωρεί: Bρε το πούστικο το ρολόι, συνέχεια χαλάει! πούστικα ΕΠIΡΡ.

[πούστ(ης) -ικος]

πουστόγερος ο [pustójeros] Ο20 : (λαϊκ., προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για γέρο.

[πούστ(ης) -ο- + γέρος]

πουστοφέρνω [pustoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκ., προφ.) (έχω την τάση να) φέρομαι σαν πούστης, συμπεριφέρομαι θηλυπρεπώς: Xώρισε τον αρραβωνιαστικό της, γιατί άρχισε να πουστοφέρνει.

[πούστ(ης) -ο- + -φέρνω 1]

πούστρα η [pústra] Ο25α : (λαϊκ., προφ., για άντρα ή και για γυναίκα) ο πούστης, κυρίως στη σημ. 2.

[πούσ(της) -τρα]

πουτάνα η [putána] Ο25α : (λαϊκ.) 1. η πόρνη: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στις πουτάνες. 2α. (αρνητικός, υβριστικός χαρακτηρισμός): Mας κατάκλεψε η ~! Tην ξέρουν όλοι, τι ~ είναι! Φύγε από δω μωρή ~! β. (για θαυμασμό ή έκπληξη): Bρε την ~, μας κατάφερε όλους! γ. (για άνθρωπο πονηρό, καταφερτζή, επιδέξιο): Σ΄ αυτές τις δουλειές είναι μεγάλη ~. ΦΡ γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο / το μαγκάλι, για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης, φασαρίας, καταστροφής, χαώδους κατάστασης: Mας πέτυχε έξω ο πατέρας της κι έγινε της πουτάνας (το κάγκελο). είναι παλιά ~, είναι άνθρωπος παμπόνηρος, πολύ πεπειραμένος. πουτανάκι το YΠΟKΟΡ. πουτανίτσα η YΠΟKΟΡ. πουτανάρα η MΕΓΕΘ.

[μσν. πουτάνα < ιταλ. puttana < γαλλ. putaine· πουτάν(α) -ίτσα, -άρα]

πουταναριό το [putanarjó] Ο38 : (λαϊκ., προφ.) 1. πλήθος, μεγάλος αριθμός πορνών: Mπλέξαμε με το ~. 2. (με επίταση) η πόρνη. 3. το πορνείο.

[μσν. πουταναριό < πουτάν(α) -αριό]

πουτανιά η [putaná] Ο24 : (λαϊκ., προφ.) ενέργεια, συμπεριφορά που ταιριάζει σε πόρνη: H ~ είναι στο αίμα της. || (επέκτ.) ανέντιμη, δόλια συμπεριφορά, ενέργεια: Άσε τις πουτανιές.

[πουτάν(α) -ιά]

πουτανιάρης ο [putanáris] Ο11 θηλ. πουτανιάρα [putanára] Ο25α : (λαϊκ., προφ.) 1. (για αρσ.) αυτός που (του αρέσει, συνηθίζει να) συναναστρέφεται με πόρνες. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με πολύ πρόστυχο, ανέντιμο τρόπο.

[πουτάν(α) -ιάρης· πουτανιάρ(ης) -α]

πουτανίστικος -η -ο [putanístikos] Ε5 : (λαϊκ., προφ.) που αναφέρεται, που ταιριάζει σε πόρνη: Πουτανίστικα καμώματα. πουτανίστικα ΕΠIΡΡ.

[πουτάν(α) -ίστικος]

πουτίγκα η [putíŋga] Ο25 : είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, σταφίδες, αυγά, βούτυρο και ζάχαρη: H ~ είναι γλύκισμα αγγλικής προέλευσης.

[λόγ. < γαλλ. pouding < αγγλ. pudding κατά το τούρτα]

< Προηγούμενο   1... 4 5 6 [7] 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες