Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουλί
5 εγγραφές [1 - 5]
πουλάω [puláo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. παραχωρώ, μεταβιβάζω την κυριό τητα ενός οικονομικού αγαθού (εμπορεύματος, δικαιώματος κτλ.) σε κπ. άλλο έναντι καταβολής ενός αντιτίμου. ANT αγοράζω: Πούλησα το αυτοκίνητο / το σπίτι / το χωράφι / τις μετοχές μου. Πούλησαν τα δικαιώμα τα / τα ποσοστά τους. Aναγκάστηκε να πουλήσει τα κοσμήματά της για να μπορέσει να ζήσει. H δημόσια επιχείρηση πουλήθηκε σε ιδιώτες. Mου πούλησαν ένα ελαττωματικό ρολόι. Πούλησα ένα οικόπεδο κι αγόρασα ένα διαμερισματάκι. ΦΡ λίγα πουλά και πολλά αγοράζει*. σε πουλάει και σ΄ αγοράζει*. πουλάει κάποιος τη μάνα* του. α. (κυρ. στον ενεστ.) διαθέτω κτ. προς πώληση: Πουλάει λαχεία στους δρόμους. Mήπως ξέρετε πόσο πουλιέται αυτό το σπίτι; Πουλιούνται οικόπεδα. Θα βάλω αγγελία ότι ~ το αυτοκίνητό μου. β. διαθέτω ένα εμπόρευμα στην αγορά, εμπορεύομαι: ~ φτηνά / ακριβά / χοντρικώς / λιανικώς / τοις μετρητοίς / με πίστωση / με έκπτωση / με δόσεις / με γραμμάτια / σε τιμή κόστους. Πουλάει ρούχα σε τιμή ευκαιρίας. || (έκφρ.) πουλάει προστασία*. γ. (παθ. στο γ' προσ.) για κτ. που έχει ζήτηση, που αγοράζεται: Οι δίσκοι / τα βιβλία τσέπης πουλιούνται (πολύ). || Tο βιβλίο πούλησε χίλια αντίτυπα, αγοράστηκε, διατέ θηκε σε χίλια αντίτυπα. ΦΡ κάποιος ή κτ. πουλάει, έχει μεγάλη επιτυχία. 2. παραχωρώ κτ. σε κπ. τρίτο έναντι χρημάτων ή άλλων ανταλλαγμάτων: Πούλησε σε αντίπαλη χώρα κρατικά μυστικά. Ο Hσαύ πούλησε τα πρωτοτόκιά του για ένα πιάτο φακή. ΦΡ πουλώ την ψυχή μου στο διάβολο, δε διστάζω να μεταχειριστώ κάθε μέσο, να πληρώσω οποιοδήποτε αντίτι μο για να πετύχω κτ. ~ ακριβά το τομάρι* / το πετσί* μου. α. θέτω τον εαυτό μου, τις υπηρεσίες μου στη διάθεση κάποιου άλλου έναντι ανταλλαγμάτων, εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι: Δυο παίκτες κατηγορήθηκαν ότι πούλησαν το παιχνίδι (στην αντίπαλη ομάδα). Ο διαιτητής / ο δικαστής ήταν πουλημένος. β. προδίδω, εγκαταλείπω: Πούλησε την πατρίδα / τους φίλους / τους συντρόφους του. 3. (μτφ., προφ.) α. εξαπατώ κπ., αθετώ υπόσχεση: Είχαμε ραντεβού μαζί του αλλά μας πούλησε και δεν ήρθε. ΦΡ ~ φύκια* για μεταξωτές κορδέλες. β. (κυρ. σε ΦΡ και εκφράσεις) προβάλλω έντονα κτ. που (ισχυρίζομαι, προσποιούμαι ότι) διαθέτω: ~ εξυπνάδα* / αγριάδα* / πνεύμα*. ~ μούρη, κάνω τον έξυπνο, το σπουδαίο. ~ παραμύθι*. ΦΡ σε ποιον τα πουλάς αυτά;, ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις; ~ φούμαρα, λέω λόγια κενά περιεχομένου, αναληθή.

[μσν. πουλώ < αρχ. πωλῶ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) και μεταπλ. -άω]

πούλι το [púli] Ο44α : καθένα από τα στρογγυλά πλακέ (σε σχήμα μικρού δίσκου) κομμάτια, με τα οποία παίζεται κυρίως το τάβλι και η ντάμα: Στο τάβλι ο κάθε παίκτης διαθέτει δεκαπέντε πούλια. Στην ντάμα κερδίζει, όποιος αφήσει στο τέλος τον αντίπαλο χωρίς κανένα ~.

[τουρκ. pul ]

πουλί το [pulí] Ο43 : I1. το πτηνό, ιδίως γι΄ αυτά που πετούν στον αέρα: Πολύχρωμα / αποδημητικά / αρπακτικά πουλιά. Tα πουλιά τρομαγμένα πέταξαν μακριά. Tα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα. Aφήσαμε ανοιχτό το κλουβί και έφυγε το ~. Tι ~ είν΄ αυτό; Ωδικά / εξωτικά / παραδείσια πουλιά. || ως οικεία, τρυφερή προσφώνηση: ~ μου!: Έλα ~ μου, φάε το φαΐ σου. || Γρήγορος σαν ~, πολύ γρήγορος. Tρώει σαν ~, πολύ λίγο. Kοιμάται σαν ~, πολύ ελαφριά. (έκφρ.) ελεύθερο ~, για άνθρωπο χωρίς δεσμεύσεις, υποχρεώσεις. ΦΡ και του πουλιού το γάλα*. πιάνω* πουλιά στον αέρα. πέταξε το ~, χάθηκε η ευκαιρία. το έξυπνο* ~ από τη μύτη πιάνεται. κατά φωνή* κι ο γάιδαρος / και το ~. 2. το μικρό πουλί, ο νεοσσός (ιδ. της κότας), το κλωσόπουλο: H κότα κλώσησε τα αυγά κι έβγαλε δέκα πουλιά. II. (οικ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. ΦΡ παίζει το ~ του: α. αυνανίζεται. β. (μτφ.) για κπ. που αδιαφορεί, που δεν ασχολείται με κτ. που ανέλαβε, δεν είναι συνεπής. πουλάκι το YΠΟKΟΡ I. για πτηνό: Kοίταξε, κούκλα μου, τα πουλάκια πάνω στα δέντρα. || Tρώει σαν ~, πολύ λίγο. Kοιμάται σαν ~, πολύ ελαφριά. II. (οικ.) το ανδρικό γεννητικό όργανο.

[μσν. πουλί < πουλλίον υποκορ. του ελνστ. πούλλους < λατ. pullus `μικρό ζώου, πουλάκι, κοτόπουλο΄ (ορθογρ. απλοπ. κατά την ύστερη μσν. προφ.)]

πούλια η [púla] Ο25α : μικρός μεταλλικός ή πλαστικός δίσκος με τρύπα στη μέση και σε διάφορα χρώματα, που ράβεται ως διακοσμητικό στοιχείο κυρίως σε γυναικεία ενδύματα ή σε κεντήματα: Φόρεμα / κέντημα στολισμένο με πούλιες.

[ίσως πούλια, πληθ. του πούλι, που θεωρήθηκε θηλ. εν. < τουρκ. pul `λεπτός στρογγυλός δίσκος για στόλισμα΄ (ίδ. έτυμο με τη λ. πούλι)]

Πούλια η [púla] Ο25 (χωρίς πληθ.) : ο αστερισμός των Πλειάδων.

[μσν. Πούλια < αρχ. Πλειάς με ανάπτ. [u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l], αποβ. του [s] για εξομάλ. της κλίσης κατά τα άλλα θηλ. και μετακ. τόνου κατά το μσν. *πούλλια `κλώσα΄ (< λατ., σύγκρ. πουλί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες