Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυβόλο το [polivólo] Ο39 : πυροβόλο όπλο, αυτόματο, ταχυβόλο, φορητό, που στηρίζεται συνήθ. σε κιλλίβαντα, σε τρίποδα ή σε άλλη βάση: Ελαφρύ / βαρύ ~. Tα πολυβόλα γαζώνουν / θερίζουν / κροταλίζουν / σιγούν. || Tο στόμα της πηγαίνει / δουλεύει σαν ~, μιλάει πολύ γρήγορα και λέει πολλά. Mιλάει σε ρυθμό πολυβόλου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πολυβόλος `που ρίχνει πολλά βλήματα΄]
- πολυβολώ [polivoló] -ούμαι Ρ10.9 : βάλλω με πολυβόλο: Tα αεροπλάνα πολυβόλησαν τον άμαχο πληθυσμό.
[λόγ. πολυβόλ(ον) -ώ]