Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυέλαιος ο [poliéleos] Ο20α : μεγάλο κρεμαστό φωτιστικό με πολλές λάμπες (παλαιότερα με κεριά), που χρησιμοποιείται κυρίως σε ναούς, σε μεγάλες αίθουσες, σε σαλόνια κτλ.· (πρβ. πολύφωτο): Mπρούντζινος / κρυστάλλινος ~. ΦΡ σιγά τον πολυέλαιο, ειρωνικά, για υποθέσεις, θέματα ή πρόσωπα που στερούνται (ιδιαίτερης) σημασίας ή ενδιαφέροντος.
[λόγ. < μσν. πολυέλαιος < πολυ- + έλαι(ον) -ος μτφρδ. του πολυκάντηλο και ίσως παρετυμ. προς το πολυέλεος (διαφ. το αρχ. πολυέλαιος `ιδιοκτήτης ελαιώνων΄)]