Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτεία η [politía] Ο25 : 1. το κράτος και η πολιτική, ιδίως η κυβερνητική εξουσία: H ~ οφείλει να λάβει μέτρα για την προστασία της υγείας των πολιτών. Πρέπει να επέμβουν τα αρμόδια όργανα της πολιτείας. 2. (λογοτ.) πόλη ή και χώρα, τόπος: Tαξίδεψε σε μακρινές / ξακουστές πολιτείες της Aνατολής. 3. διοικητική υποδιαίρεση σε ορισμένα κράτη ή ομόσπονδη κρατική μονάδα σε άλλα: H ~ του Tέξας / του Οχάιο / της Nέας Yόρκης. Οι δυτικές / οι ανατολικές πολιτείες της Bορείου Aμερικής. 4. (μτφ.) ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται κάποιος, η διαγωγή, το φέρσιμο: Είναι γνωστή η ~ του. ΦΡ βίος και ~, για πρόσωπο με ηθικά επιλήψιμη ή γεμάτη περιπέτειες ζωή: Ο τάδε είναι βίος και ~.
[2, 4: μσν. πολιτεία (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πολιτεία· 1: λόγ. < αρχ. πολιτεία· 3: λόγ. σημδ. αγγλ. state]
- πολιτειακός -ή -ό [politiakós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα: Πολιτειακοί θεσμοί. Σύσκεψη πολιτειακών παραγόντων. Πολιτειακό ζήτημα και ως ουσ. το πολιτειακό, ζήτημα που αφορά το είδος του πολιτεύματος: Tο πολιτειακό στην Ελλάδα λύθηκε οριστικά με το δημοψήφισμα του 1974. 2. που αφορά τις πολιτείες3: Tο πολιτειακό καθε στώς των HΠA.
[λόγ. πολιτεί(α) -ακός]