Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιμαντορία
1 εγγραφή
ποιμαντορία η [pimandoría] Ο25 : (εκκλ.) 1. η πνευματική καθοδήγηση των πιστών από το θρησκευτικό ηγέτη τους. 2. το αξίωμα του θρησκευτικού ηγέτη.

[λόγ. ποιμαντορ(ική) -ία (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες