Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποίκιλος
1 εγγραφή
ποικίλος -η -ο [pikílos] Ε3 : 1. που παρουσιάζει διάφορες μορφές, διαφορετικά είδη, πολύμορφος: Ποικίλο μουσικό πρόγραμμα. Aναπτύχθηκαν ποικίλες απόψεις / δραστηριότητες. H ενέργειά της προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. 2α. που έχει πολλά διαφορετικά χρώματα, πολύχρωμος. β. που είναι διακοσμημένος με διάφορων ειδών στολίδια, πλουμιστός.

[λόγ. < αρχ. ποικίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες